Κυριακή 28 Ιουνίου 2015

Το Ατλαζένιο γοβάκι

Το Ατλαζένιο γοβάκι ή Το χειρότερο δεν είναι ποτέ σίγουρο. 
Αυτός είναι ο ολοκληρωμένος τίτλος, του αριστουργήματος του Paul Claudel και ενός από τα εμβληματικότερα θεατρικά έργα του γαλλικού αλλά και του παγκόσμιου θεάτρου. Μπαίνοντας στον χώρο της Πειραιώς 260 με την ψυχή στο στόμα και αφού κάτσαμε ανακουφισμένοι και γεμάτοι προσμονή στις θέσεις μας για ό,τι θα εκτυλισσόταν μπροστά στα μάτια μας, ούτε μας περνούσε απ' το μυαλό πως θα φεύγαμε πέντε ώρες αργότερα - οι  μισοί που είχαμε απομείνει - με τα νεύρα λίγο πριν την τελική κατάρρευση. Δυστυχώς δε μπορούμε να κατηγορήσουμε γι αυτό μόνο τη σκηνοθέτη Έφη Θεοδώρου. Όταν λίγο αργότερα είδαμε τον κόσμο στις 2 το πρωί να σχηματίζει ουρές στα ATM ήταν η χαριστική βολή. Ξαφνικά ο τίτλος απέκτησε το δικό του νοήμα. 
Για μας. 
Όπως και για την άλλη τσακισμένη Σταχτοπούτα (έτσι αποκαλούσε και ο Fausto Paravidino  στη Νεκρή φύση σε χαντάκι τη σκοτωμένη του ηρωίδα) του έργου: τη Δόνια Προέσα.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Το Ατλαζένιο γοβάκι ή το χειρότερο δεν είναι ποτέ σίγουρο (αυτό το δεύτερο τμήμα του τίτλου εδώ μου έχει κάτσει) είναι ένα έργο ποταμός που διαδραματίζεται σε τέσσερις μέρες με τις δυο πρώτες να βρίσκονται σχετικά κοντά χρονικά και την τρίτη και τέταρτη να απέχουν δέκα χρόνια η μια από την άλλη και τις δυο προηγούμενες. Στο επίκεντρο της ιστορίας, που εκτυλίσσεται στην αναγεννησιακή Ισπανία του 16ου αιώνα, βρίσκεται ο απαγορευμένος έρωτας της Δόνιας Προέσα και του Δον Ροντρίγκο. Η δράση όμως καλπάζει σε όλο τον κόσμο. Από τις ακτές της Αφρικής μέχρι τον Παναμά και από την Ιαπωνία μέχρι το κέντρο της Ευρώπης.
Ο Paul Claudel - αδερφός της γνωστής γλύπτριας και ερωμένης του Auguste Rodin, Camille Claudel - ήταν Γάλλος διπλωμάτης που ταξίδευε πολύ και αυτός ο κοσμοπολιτισμός του αποτυπώνεται στο έργο του. Γενικότερα βέβαια η συνολική του δραματουργική και ποιητική δραστηριότητα περιέχει αυτοβιογραφικά στοιχεία ενώ είναι χαρακτηριστική η προσήλωση που δείχνει στη θρησκεία και η αγάπη του για την εποχή της Ισπανικής αυτοκρατορίας. Ήταν τελείως αποκομμένος από όλα τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής του αλλά παρ' όλα αυτά το Ατλαζένιο γοβάκι - που μπορεί γενικά να χαρακτηρισθεί ώς έργο που ανήκει στο ρεύμα του συμβολισμού - περιέχει σπέρματα από όλες τις καλλιτεχνικές αναζητήσεις του 20ου αιώνα. Από πολλούς θεωρείται ως κιβωτός της δραματουργίας του αιώνα που πέρασε.
Μόλις έμαθα πως η Έφη Θεοδώρου ανέβαζε αυτό το έργο, μου κίνησε την περιέργεια πως μπορεί να παρασταθεί αυτό το τεράστιο, ιδιόρρυθμο και ιδιοφυές κείμενο. Πως να δημιουργήσεις έναν κόσμο τόσο πλούσιο και ευρύ χωρίς να χαθεί ο θεατής ή να πεθάνει από την πλήξη και κυρίως πως θα διδάξεις τους ηθποιούς να διαχειριστούν τις δαιδαλώδεις διαδρομές του συγγραφέα. Δεν είναι τυχαίο πως το έργο παίχτηκε για πρώτη φορά 20 χρόνια μετά τη συγγραφή του (το 1944) και από τότε σπάνια παίζεται ακέραιο. 
Η απάντηση που έδωσε η σκηνοθέτις ήταν πως κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό. 
Ή τουλάχιστον εκείνη δε μπόρεσε να το πραγματοποιήσει.
Το έργο παρουσιάσθηκε σχεδόν ακέραιο, ελάχιστα τμήματα είχαν κοπεί, σε μια παράσταση που διαρκούσε 4 ώρες χωρίς τα δυο διαλείμματα. Δυστυχώς κατά τη μεγαλύτερη διάρκεια  υποφέραμε από τις φωνές και τις μούτες ηθοποιών που προσπαθούσαν να αντιμετωπίσουν με ενέργεια την αμηχανία τους. Τα πολλά σαρδάμ είναι ενδεικτικά της προσπάθειας που κατέβαλαν απέναντι σε ένα είδος λόγου τον οποίο δεν είχαν επαρκώς διδαχθεί. Η μουσική έπαιζε στη διαπασών ενώ η δράση μουτζουρωνόταν συνεχώς από όχι ιδαίτερα εμπνευσμένους αυτοσχεδιασμούς. Γενικά ήταν έκδηλη η αγωνία της Θεοδώρου να κρατήσει το κοινό σε εγρήγορση. Την καταλαβαίνω. Ίσως να μην υπάρχει δυσκολότερο εγχείρημα από αυτό που αποφάσισε να καταπιαστεί. 
Υπήρξε και κάποιος που έλαμψε. Η ηθοποιός που έπαιζε τη Δόνια Μουσική και την Εφτά Σπαθιά ήταν συγκλονιστική. Απέφυγε κάθε είδους τέχνασμα και έφερε το κείμενο στο κοινό με εξαιρετική καθαρότητα και σαφήνεια. Δυστυχώς στάθηκε αδύνατο να βρω το όνομά της αφού στο πρόγραμμα του φεστιβάλ Αθηνών αναφέρονται οι συντελεστές αλφαβητικά. Αργά ή γρήγορα όμως κάπου θα την πετύχω.
Έλαμψαν και τα φώτα. Δημιουργούσαν μια υποβλητική και εννίοτε μεθυστική ατμόσφαιρα που όμως την υπονόμευαν τα αδιάφορα σκηνικά που στην ουσία ήταν τραπέζια με ροδάκια που πάνω τους ανεβοκατέβαιναν αδιάκοπα οι δυστυχείς ηθοποιοί (καλά εντάξει δεν τους λυπάμαι και πολύ). Ενδιαφέροντα ήταν και τα κουστούμια με εξαίρεση αυτό της Δόνιας Προέσα που ήταν μια κάκιστη επιλογή που περισσότερο εμπόδιζε παρά σκιαγραφούσε την ηρωίδα. Εκτός από το ότι έκρυβε αποτελεσματικότατα την όμορφη σιλουέτα της ηθοποιού είχε κι ένα χρώμα τόσο φτηνό κόκκινο που σίγουρα δεν εξυπηρετούσε τις αγαθές όσο και κοινότοπες προθέσεις της ενδυματολόγου. 
Θα τελειώσω με μια φράση της Εφτά Σπαθιά από το έργο που σχετίζεται με την τραγελαφική μας επικαιρότητα:
"Ένα και μόνο πράγμα είναι απαραίτητο, οι άνθρωποι που μας είναι απαραίτητοι".
Αυτά. 






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου