Δευτέρα 29 Ιουνίου 2015

Weaving Chaos

Υφαίνοντας το χάος λοιπόν. Όχι πείτε μου δηλαδή αν υπάρχει πιο ταιριαστός τίτλος για τη συγκεκριμένη μέρα. Αν και η ζωή μας κινδυνεύει να αλλάξει με τον πιο δραματικό, αλλά όχι απρόσμενο, τρόπο εμείς πάλι στην Πειραιώς 260. Αυτή τη φορά φτάσαμε στην ώρα μας. Ήπια ουισκάκι αντάλλαξα και μερικές κουβέντες με το Λούκο το διευθυντή του φεστιβάλ. Καταπληκτικός άνθρωπος ανησυχούσε που έπρεπε να ακυρώσει την παράσταση της Κυριακής στην Επίδαυρο. Βιαζόταν να συναντήσει και τον Castellucci. "Θα του πω πως θα τον πληρώσουμε σε δραχμές" είπε γελώντας. Η αλήθεια είναι πως χωρίς το Λούκο δε θα υπήρχε φεστιβάλ Αθηνών. Αντί του Castellucci θα έπαιζα εγώ στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. Τώρα που το σκέφτομαι δεν είναι και τόσο κακή ιδέα. 
Τέλος πάντων, Weaving Chaos σε χορογραφία της Tania Carvalho. Η Πορτογαλίδα χορογράφος έγινε γνωστή ως μέλος της πανκ κολεκτίβας  Bomba Suicida ενώ τα τελευταία χρόνια εργάζεται ως ανεξάρτητη δημιουργός. Έρχεται για πρώτη φορά στο Φεστιβάλ Αθηνών και μάλιστα με ένα έργο που ασχολείται με την Οδύσσεια. Ο νόστος και η περιπλάνηση σε παράσταση μοντέρνου χορού από μια καλλιτέχνιδα με μια αναρχικά εικονοπλαστική διαδρομή. Ενδιαφέρον σκέφτηκα. Κούμπωνε και πριν τον Castellucci που ήταν για μένα το κυρίως πιάτο του Φεστιβάλ. 
Δεν το 'χανα.
Παρέσυρα κι άλλους.
Δικαιώθηκα.  
Από το πρώτο λεπτό μπήκαμε κι εμείς μαζί στο ταξίδι εγκαταλείποντας γρήγορα τον πειρασμό να αναγνωρίσουμε τα επεισόδια. Πότε πότε νιώθαμε πως βλέπαμε τη Χάρυβδη ή τη Σκύλλα, τον Κύκλωπα ή την Κίρκη σαν μέσα σε όνειρο αλλά δεν είχε σημασία. Σώματα που συνδέονταν μεταξύ τους η διαλύονταν, που επέμεναν, που προσπαθούσαν, που δοκίμαζαν. Ακάματοι, ασταμάτητοι, εκστατικοί. Φιγούρες αρχετυπικές όπως ένας Φαύνος, τσιρκολάνοι, πλάσματα εξωτικά, εναλάσσονταν σε ένα ατέλειωτο γαιτανάκι εικόνων. Ο Οδυσσέας - αυτό το αιώνιο σύμβολο της περιπέτειας που ονομάζουμε ανθρώπινη κατάσταση - ύφαινε όπως κι η Πηνελόπη το χαλί της περιπλάνησης του. Σε μια λεπτή δεσμίδα φωτός έσκυβαν στον αόρατο αργαλειό της ζωής για να υφάνουν το χάος. Το ύφασμα της ζωής.
Το πορτοκαλί απόγευμα των φώτων μαζί με την ειλικρινή υπαγόρευση της μουσικής - πιο ακριβές θα ήταν να μιλήσουμε για ηχητικό περιβάλλον και όχι για μουσική - βοηθούσαν αποφασιστικά να λυθεί η ζώνη ασφαλείας του καθίσματος των θεατών. 
"Δεν κατάλαβα πότε πέρασε η ώρα, ήθελα κι άλλο" είπε η Κατερίνα. "Αυτούς τους ρώτησες αν μπορούσαν;" είπα δείχνοντας τους χορευτές που είχαν πλησιάσει αθλητικές επιδόσεις Ολυμπιονικών κατά τη διάρκεια των 70 λεπτών της παράστασης.  
Αλλά είχε δίκιο.
Ήθελα κι εγώ κι άλλο.
Μείνετε συντονισμένοι. 
Έρχεται ο Castellucci.









    

Κυριακή 28 Ιουνίου 2015

Το Ατλαζένιο γοβάκι

Το Ατλαζένιο γοβάκι ή Το χειρότερο δεν είναι ποτέ σίγουρο. 
Αυτός είναι ο ολοκληρωμένος τίτλος, του αριστουργήματος του Paul Claudel και ενός από τα εμβληματικότερα θεατρικά έργα του γαλλικού αλλά και του παγκόσμιου θεάτρου. Μπαίνοντας στον χώρο της Πειραιώς 260 με την ψυχή στο στόμα και αφού κάτσαμε ανακουφισμένοι και γεμάτοι προσμονή στις θέσεις μας για ό,τι θα εκτυλισσόταν μπροστά στα μάτια μας, ούτε μας περνούσε απ' το μυαλό πως θα φεύγαμε πέντε ώρες αργότερα - οι  μισοί που είχαμε απομείνει - με τα νεύρα λίγο πριν την τελική κατάρρευση. Δυστυχώς δε μπορούμε να κατηγορήσουμε γι αυτό μόνο τη σκηνοθέτη Έφη Θεοδώρου. Όταν λίγο αργότερα είδαμε τον κόσμο στις 2 το πρωί να σχηματίζει ουρές στα ATM ήταν η χαριστική βολή. Ξαφνικά ο τίτλος απέκτησε το δικό του νοήμα. 
Για μας. 
Όπως και για την άλλη τσακισμένη Σταχτοπούτα (έτσι αποκαλούσε και ο Fausto Paravidino  στη Νεκρή φύση σε χαντάκι τη σκοτωμένη του ηρωίδα) του έργου: τη Δόνια Προέσα.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Το Ατλαζένιο γοβάκι ή το χειρότερο δεν είναι ποτέ σίγουρο (αυτό το δεύτερο τμήμα του τίτλου εδώ μου έχει κάτσει) είναι ένα έργο ποταμός που διαδραματίζεται σε τέσσερις μέρες με τις δυο πρώτες να βρίσκονται σχετικά κοντά χρονικά και την τρίτη και τέταρτη να απέχουν δέκα χρόνια η μια από την άλλη και τις δυο προηγούμενες. Στο επίκεντρο της ιστορίας, που εκτυλίσσεται στην αναγεννησιακή Ισπανία του 16ου αιώνα, βρίσκεται ο απαγορευμένος έρωτας της Δόνιας Προέσα και του Δον Ροντρίγκο. Η δράση όμως καλπάζει σε όλο τον κόσμο. Από τις ακτές της Αφρικής μέχρι τον Παναμά και από την Ιαπωνία μέχρι το κέντρο της Ευρώπης.
Ο Paul Claudel - αδερφός της γνωστής γλύπτριας και ερωμένης του Auguste Rodin, Camille Claudel - ήταν Γάλλος διπλωμάτης που ταξίδευε πολύ και αυτός ο κοσμοπολιτισμός του αποτυπώνεται στο έργο του. Γενικότερα βέβαια η συνολική του δραματουργική και ποιητική δραστηριότητα περιέχει αυτοβιογραφικά στοιχεία ενώ είναι χαρακτηριστική η προσήλωση που δείχνει στη θρησκεία και η αγάπη του για την εποχή της Ισπανικής αυτοκρατορίας. Ήταν τελείως αποκομμένος από όλα τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής του αλλά παρ' όλα αυτά το Ατλαζένιο γοβάκι - που μπορεί γενικά να χαρακτηρισθεί ώς έργο που ανήκει στο ρεύμα του συμβολισμού - περιέχει σπέρματα από όλες τις καλλιτεχνικές αναζητήσεις του 20ου αιώνα. Από πολλούς θεωρείται ως κιβωτός της δραματουργίας του αιώνα που πέρασε.
Μόλις έμαθα πως η Έφη Θεοδώρου ανέβαζε αυτό το έργο, μου κίνησε την περιέργεια πως μπορεί να παρασταθεί αυτό το τεράστιο, ιδιόρρυθμο και ιδιοφυές κείμενο. Πως να δημιουργήσεις έναν κόσμο τόσο πλούσιο και ευρύ χωρίς να χαθεί ο θεατής ή να πεθάνει από την πλήξη και κυρίως πως θα διδάξεις τους ηθποιούς να διαχειριστούν τις δαιδαλώδεις διαδρομές του συγγραφέα. Δεν είναι τυχαίο πως το έργο παίχτηκε για πρώτη φορά 20 χρόνια μετά τη συγγραφή του (το 1944) και από τότε σπάνια παίζεται ακέραιο. 
Η απάντηση που έδωσε η σκηνοθέτις ήταν πως κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό. 
Ή τουλάχιστον εκείνη δε μπόρεσε να το πραγματοποιήσει.
Το έργο παρουσιάσθηκε σχεδόν ακέραιο, ελάχιστα τμήματα είχαν κοπεί, σε μια παράσταση που διαρκούσε 4 ώρες χωρίς τα δυο διαλείμματα. Δυστυχώς κατά τη μεγαλύτερη διάρκεια  υποφέραμε από τις φωνές και τις μούτες ηθοποιών που προσπαθούσαν να αντιμετωπίσουν με ενέργεια την αμηχανία τους. Τα πολλά σαρδάμ είναι ενδεικτικά της προσπάθειας που κατέβαλαν απέναντι σε ένα είδος λόγου τον οποίο δεν είχαν επαρκώς διδαχθεί. Η μουσική έπαιζε στη διαπασών ενώ η δράση μουτζουρωνόταν συνεχώς από όχι ιδαίτερα εμπνευσμένους αυτοσχεδιασμούς. Γενικά ήταν έκδηλη η αγωνία της Θεοδώρου να κρατήσει το κοινό σε εγρήγορση. Την καταλαβαίνω. Ίσως να μην υπάρχει δυσκολότερο εγχείρημα από αυτό που αποφάσισε να καταπιαστεί. 
Υπήρξε και κάποιος που έλαμψε. Η ηθοποιός που έπαιζε τη Δόνια Μουσική και την Εφτά Σπαθιά ήταν συγκλονιστική. Απέφυγε κάθε είδους τέχνασμα και έφερε το κείμενο στο κοινό με εξαιρετική καθαρότητα και σαφήνεια. Δυστυχώς στάθηκε αδύνατο να βρω το όνομά της αφού στο πρόγραμμα του φεστιβάλ Αθηνών αναφέρονται οι συντελεστές αλφαβητικά. Αργά ή γρήγορα όμως κάπου θα την πετύχω.
Έλαμψαν και τα φώτα. Δημιουργούσαν μια υποβλητική και εννίοτε μεθυστική ατμόσφαιρα που όμως την υπονόμευαν τα αδιάφορα σκηνικά που στην ουσία ήταν τραπέζια με ροδάκια που πάνω τους ανεβοκατέβαιναν αδιάκοπα οι δυστυχείς ηθοποιοί (καλά εντάξει δεν τους λυπάμαι και πολύ). Ενδιαφέροντα ήταν και τα κουστούμια με εξαίρεση αυτό της Δόνιας Προέσα που ήταν μια κάκιστη επιλογή που περισσότερο εμπόδιζε παρά σκιαγραφούσε την ηρωίδα. Εκτός από το ότι έκρυβε αποτελεσματικότατα την όμορφη σιλουέτα της ηθοποιού είχε κι ένα χρώμα τόσο φτηνό κόκκινο που σίγουρα δεν εξυπηρετούσε τις αγαθές όσο και κοινότοπες προθέσεις της ενδυματολόγου. 
Θα τελειώσω με μια φράση της Εφτά Σπαθιά από το έργο που σχετίζεται με την τραγελαφική μας επικαιρότητα:
"Ένα και μόνο πράγμα είναι απαραίτητο, οι άνθρωποι που μας είναι απαραίτητοι".
Αυτά. 






Πέμπτη 11 Ιουνίου 2015

Η Πόρνη από πάνω.

Κάθε παράσταση που ταξιδεύει στην επαρχία - ιδιαίτερα με την ετικέτα "μεγάλη Αθηναική επιτυχία" έχει ευτυχώς ή δυστυχώς τη ρετσινιά της αρπαχτής. Συνύθως ασπάζομαι πλήρως αυτή την άποψη και απέχω. 
Και δικαιώνομαι. 
Σχεδόν πάντα. 
Χθες αποφάσισα να πάω. Δεν ξέρω γιατί, μάλλον επειδή μου είχε πει δυο λόγια ο φίλος μου ο Αλέξης Μαγκανιώτης που είχε επιμεληθεί των σκηνικών στις πρώτες παραστάσεις ή επειδή θυμήθηκα (εντάξει βοήθησε και το google) πως η Κατερίνα Διδασκάλου είχε διατελέσει Ρομερική ηρωίδα στην ταινία του 2004 Τριπλός Πράκτορας (Triple Agent).
Η κατά τα άλλα συμπαθής κυρία στα εισιτήρια μου εξηγούσε πόσο μεγάλη επιτυχία έκανε το έργο τόσο που τελειώσαν τα προγράμματα και πόσο σπουδαίο μονόπρακτο (μονόπρακτο; μάλλον μονόλογο εννοούσε) είναι και συμφωνεί με αυτό και ο Γεωργουσόπουλος. 
Όμως εμένα τίποτα δε με πτοούσε.
Χθες ήμουν αποφασισμένος.
Η πόρνη από πάνω είναι ένας δραματικός θεατρικός μονόλογος γραμμένος από το δημοσιογράφο και συγγραφέα Αντώνη Τσιπιανίτη το 2012 που έκανε αρκετή επιτυχία τα τελευταία τρία χρόνια κινούμενο στο μεταίχμιο του εμπορικού και του αυτοπροσδιοριζόμενου ως καλλιτεχνικού, θεάτρου της πρωτεύουσας. Η Ερατώ (δεν είναι τυχαία η επιλογή του ονόματος της μούσας της λυρικής ποίησης) προσπαθεί να γλυτώσει από τα χέρια του τύραννου πατέρα και την καταπιεστική επαρχία για να βιώσει ακόμη μεγαλύτερη κακοποίηση στα χέρια του αστυνομικού σύζυγού της. Η Πρέβεζα που είναι και η πόλη καταγωγής της τη συνδέει με τον Καρυωτάκη και την ποίησή του με ένα ισχυρό όσο και πεισιθανάτιο δεσμό. Το μικρό διαμέρισμα ωστόσο πάνω από το δικό της με τους ιδιαίτερους ενοίκους του γίνεται ο σύνδεσμος με έναν κόσμο που αγνοούσε αφυπνίζοντάς της, τόσο κοινωνικές ανησυχίες όσο κυρίως αποκοιμισμένες επιθυμίες.
Όλα τα παραπάνω θα ήταν θαυμάσια αν τα υποστήριζε ο συγγραφέας. Δυστυχώς βρεθήκαμε αντιμέτωποι με ένα φλύαρο, μελοδραματικό κείμενο που κραύγαζε αντί να σιωπά. Βροχή κοινοτοπιών και δακρύβρεχτων ανακοινώσεων που υπονόμευαν τις λίγες ιδιοφυείς στιγμές που όμως θα ήταν αρκετές από μόνες τους να δημιουργήσουν ένα ωραίο έργο. Ίσως σε ένα παράλληλο σύμπαν Η πόρνη από πάνω να είναι ένα σπουδαίο θεατρικό. Σε τούτο όμως όχι. Όλα αυτά βέβαια δεν εμπόδισαν τον κόσμο να συρρέει στην Αθήνα και την επαρχία κάτι φυσικό αν αναλογιστεί κανείς πως η μοναξιά και η αίσθηση ανικανοποίητου ανθεί στα Ελληνικά νοικοκυριά.
Τζίφος λοιπόν; 
Μάλλον όχι. Ήταν η Κατερίνα Διδασκάλου που ήρθε και έσωσε ότι μπορούσε να σωθεί. Στεκόταν στη σκηνή μόνη, οστέινη, ολιγαρκής. Με απόλυτο έλεγχο των εκφραστικών της μέσων και με μια φωνή εσωτερική, ήσυχη - σιγαστήρα των κραυγών του συγγραφέα έστελνε στην πλατεία τις λέξεις που μόλις ακούγονταν με τα αυτιά αλλά κυρίως βιώνονταν με το σώμα. Κρίμα να μην ήταν άλλες λέξεις. Η ερμηνεία της μου θύμισε από την ανάποδη μια άλλη μεγάλη ερμηνεία: την Ελένη Κοκκίδου στο Η γυναίκα της Πάτρας του Γιώργου Χρονά. Οικονομία versus πληθωρικότητα. Υπέροχες και οι δύο. Δεν είχα ξαναδεί την Κατερίνα Διδασκάλου αλλά θα την παρακολουθώ με την ελπίδα να την πετύχω σε κάτι σπουδαίο. Γιατί θα το κάνει. Είμαι σίγουρος. 
Η σκηνοθεσία και το generic σκηνικό ήταν αόρατα και αυτό το γράφω ως θετικό. Το κείμενο ήταν ήδη αρκετά μεγάλο εμπόδιο για την ερμηνεία της ηθοποιού και ήταν ευτυχές που δεν προστέθηκαν κι άλλα.
Και για να τελειώνουμε:
Δεν ήταν αρπαχτή, 
ούτε χαμένος χρόνος. 
Βλέπω Διδασκάλου. 
Δε βλέπω Τσιπιανίτη. ...Αλλά κάτι τέτοια έγραφαν και για τον Τσέχοφ ή τη Σάρα Κέην στην αρχή.

Τετάρτη 10 Ιουνίου 2015

Θεατρομανία

Η θεατρομανία είναι ένα blog φτιαγμένο να αναδείξει την απόλυτη (sic) αξία της υποκειμενικότητας. 
Εδώ θα μπορείτε να διαβάσετε αρκετά πράγματα για το θέατρο - όπως το βλέπω εγώ - που κανονικά θα σας άφηναν παντελώς αδιάφορους και κατά πάσα πιθανότητα θα σας κάνουν να χάσετε το χρόνο σας. Παρηγορηθείτε από το γεγονός πως εγώ θα χάνω περισσότερο χρόνο γράφοντας. 
Θα γίνονται δυο είδη αναρτήσεων:
1. Τα έργα που κάνω
2. Τα έργα που βλέπω
Κι επειδή φέτος κάνω δυο έργα και όπου να 'ναι θα επισκεφθώ και το φεστιβάλ Αθηνών, θα πάρουν φωτιά τα πληκτρολόγια. Αν έχω όρεξη. 
Αυτά για την ώρα. Το βράδυ θα δω το έργο του Αντώνη Τσιπιανίτη Η πόρνη από πάνω. Θα επανέλθω.