Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2015

Τα Παιδιά του Ήλιου

Παιδιά του ήλιου του Μαξίμ Γκόρκι στο υπόγειο του θεάτρου τέχνης με πολύ μεγάλη καθυστέρηση (ας όψεται η αιφνίδια ταξιδιωτική μου επιθυμία για τις Βρυξέλλες, τη νέα πρωτεύουσα του Ισλαμικού κράτους). Σκηνοθεσία από το συμπατριώτη μου Νίκο Μαστοράκη και ένα μεγάλο μάθημα για το πως να διαχειριστείς με σύγχρονο τρόπο ένα κλασσικό κείμενο χωρίς να χρειαστεί να καταφύγεις σε κανένα μοντερνιστικό ή άλλο καταφύγιο. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Ο Μαξίμ Γκόρκι δεν είναι Τσέχοφ. Και Τα παιδιά του ήλιου δεν είναι Βυσσινόκηπος. Θα μπορούσε ωστόσο. Γράφτηκαν την ίδια εποχή αμέσως μετά την αποτυχημένη εξέγερση του 1905 το πρώτο, λίγο πριν το δεύτερο (1903), παρουσιάζουν με πολύ εύστοχο τρόπο τις επικείμενες αλλαγές στη Ρωσία και στον πλανήτη και τη βέβαιη πτώση της αριστοκρατίας. Η βασική διαφορά μεταξύ των δύο έργων είναι πως το πρώτο παίρνει θέση. Είναι ένα ιδεολογικά προσανατολισμένο έργο από ένα φυλακισμένο για τις ιδέες του συγγραφέα. Ίσως γι αυτό το λόγο Ο Βυσσινόκηπος έχει παγκόσμια και διαχρονική απήχηση, όταν Τα παιδιά του ήλιου δεν παίζονται σχεδόν ποτέ και πουθενά.
Στο πολυτελώς παρηκμασμένο σπίτι ενός ιδεοληπτικού με την επιστήμη αριστοκράτη οι ήρωες βασανίζονται από τους αδιέξοδους και μάλλον ψυχωτικούς τους έρωτες όταν γύρω τους έχει ξεσπάσει μια επιδημία χολέρας. Είναι η εξέγερση των καταπιεσμένων ή ίσως και η παθολογία της εποχής που απειλεί ιδιαίτερα εκείνους που νιώθουν πιο προστατευμένοι.
Ο Νίκος Μαστοράκης κατευθύνει τους ηθοποιούς του με εξαιρετική μαεστρία και έλεγχο. Προσηλώνεται σε ερμηνείες ήσυχες, χαμηλόφωνες, χωρίς εξάρσεις ή υπερβολές. Το αποτέλεσμα είναι ένα αριστούργημα απλότητας και σαφήνειας, πραγματικό μάθημα για κάθε σκηνοθέτη και κάθε ηθοποιό για το πως μπορεί να διαβαστεί με σύγχρονο ρεαλιστικό τρόπο ένα κλασσικό κείμενο. Μόνη μου ένσταση – και σοβαρή – η συμπάθεια με την οποία αντιμετωπίζει τη μισότρελη αδερφή της οικογένειας που για κάποιο λόγο την θεωρεί ως την πλέον συνειδητοποιημένη πολιτικά όταν κατά τη γνώμη μου αυτό συμβαίνει κυρίως με την παραμελημένη σύζυγο του “επιστήμονα” αριστοκράτη.
Οι ηθοποιοί ανταποκρίνονται στην πρόκληση με εξαιρετική επαγγελματική συνέπεια. Μπορεί να θεωρείται αυτονόητο κάτι τέτοιο αλλά δυστυχώς δεν είναι. Οι εύκολες λύσεις και η επιδίωξη του εντυπωσιασμού ή της δημοφιλίας αποτελούν τον κανόνα της σύγχρονης υποκριτικής στην Ελλάδα. Σπάνια βλέπει κανείς παραστάσεις όπως η συγκεκριμένη, με ηθοποιούς που μοχθούν ειλικρινά να ενισχύσουν κάθε υπόγειο ψίθυρο του κειμένου με ευαισθησία και έλεγχο. Οι ρεαλιστικές ερμηνείες έχουν θυσιαστεί στις μέρες μας – και ίσως όχι άδικα – για χάρη ερμηνειών περισσότερο σωματικών ή εξπρεσιονιστικών. Το πειραματικό θέατρο των υπογείων και των βιομηχανικών εγκαταστάσεων έχει μεταφερθεί σε όλα σχεδόν τα θέατρα, ακόμη και τα εμπορικά, έχει γίνει mainstream. Αυτό σίγουρα δεν είναι κακό, αλλά έχω την εντύπωση πως αναθρέφει μια ολόκληρη γενιά υποκριτικά αναλφάβητων ηθοποιών. Χρειάζεται βαθιά γνώση των βασικών στοιχείων της τέχνης σου προκειμένου να την υπερβείς και να την εξελίξεις. Χρειάζεται επίσης και εξάσκηση. Έτσι είναι πραγματικά ανακουφιστικό να βλέπεις τέτοιες ερμηνείες που σε πηγαίνουν πάλι πίσω στην πηγή του σύγχρονου θεάτρου και τέτοιους ηθοποιούς που είναι ακόμη σε θέση να το κάνουν.