Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2015

Τέφρα και Σκιά

Δημήτρης Καρατζάς: το νέο “enfant terrible” του Ελληνικού θεάτρου με παραγωγές στο Εθνικό, στην Επίδαυρο ή στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών κι όλα αυτά ενώ είναι μόνο 27. Συζητήσεις και διαφωνίες γιατί του ανέθεσε ο Λούκος να σκηνοθετήσει την Ελένη του Ευριπίδη και συμμετοχή με μεγάλη επιτυχία στο φεστιβάλ της Αβινιόν με τον Κυκλισμό του Τετραγώνου του Δημήτρη Δημητριάδη που αποθεώθηκε από κριτικούς στη Γαλλία. Ωστόσο Καρατζά άκουγα και Καρατζά δεν έβλεπα. Τουλάχιστον μέχρι χθες το βράδυ.
Τέφρα και Σκιά λοιπόν. Ένα μικρό αριστούργημα του Χάρολντ Πίντερ που έκανε γνωστό στην Ελλάδα ο Λευτέρης Βογιατζής το 2000 όπου πρωταγωνίστησε ο ίδιος μαζί με τη Ρένη Πιττακή. Με ελάχιστες λέξεις και ατέλειωτες σιωπές ο συγγραφέας επεμβαίνει πάνω στην ατομική εμπειρία της βίας ως μονοπάτι για να βιωθεί γενικά ο ανθρώπινος πόνος. Γεγονότα όπως το ολοκαύτωμα των Εβραίων, αλλά βέβαια και η τραγωδία των προσφύγων στις μέρες μας, είναι πληγές διαρκώς ανοιχτές και χαίνουσες για το συνολικό ανθρώπινο σώμα.
Πίντερ λοιπόν και Βογιατζής εναντίον (εναντίον;) Καρατζά. Χρειάζεται θάρρος. Για να δούμε...
Μια νησίδα άμμου στη μέση ενός λευκού παρκέ με δυο πολυθρόνες. Η Ρεβέκκα καθιστή, σχεδόν ακίνητη. Ο Ντέβλιν όρθιος. Πίνει λίγο ουίσκι. Τα μικρόφωνα που είναι τοποθετημένα στην άμμο, μεταφέρουν το τρίξιμο των βημάτων. Μικρά ψεύτικα φυτά και γύρω φωτεινοί προβολείς πάνω σε ψηλούς μαύρους στύλους. Φώτα για macro λήψεις εντόμων ή μικρών ζώων. Terrarium που στήθηκε για τις ανάγκες ενός πειράματος. Το εκτυφλωτικό φως αντανακλάται από την άσπρη άμμο. Η σιωπή συνδιαλέγεται με το θραυσματικό λόγο και τη μικροφωνική αντήχηση καθώς ζωντανεύει μέσα μας το τραύμα της βίας.
Εξαιρετική η Εύη Σαουλίδου, σχεδόν ακίνητη, ένα ζωντανό άγαλμα, μας συνόδευσε αποτελεσματικά στα σκοτεινά κομμάτια της συνείδησής μας. Ο Χρήστος Λούλης κάπως αμήχανος ειδικά κινησιολογικά. Ένιωθες πως κατέβαλε ιδιαίτερη προσπάθεια να ακουστούν τα βήματα του στα μικρόφωνα. Πάντως βοήθησε ουσιαστικά να σκιαγραφηθεί ο εξουσιαστικός Ντέβλιν με την απαραίτητη αποστασιοποίηση.

Ο Καρατζάς τόλμησε να αναμετρηθεί με τους γίγαντες και τα κατάφερε περίφημα. Δεν τους σκότωσε όμως. Εξήγησε θαυμάσια τον Πίντερ (δεν είναι και λίγο αυτό) χωρίς ωστόσο να τον προκαλέσει. Ο σεβασμός του για το κείμενο υπερβολικός αλλά δικαιολογημένος. Συνολικά ωστόσο φρόντισε να μετατρέψει την απλή θέαση ενός έργου σε ουσιαστική εμπειρία.   

Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2015

Τα Παράσιτα

Ο Θεοδωρόπουλος μου αρέσει. Με εξαίρεση ίσως τον φετινό Αίαντα όλες οι παραστάσεις του που έχω παρακολουθήσει ήταν πολύ ενδιαφέρουσες. Θεωρώ πως είναι από τους σκηνοθέτες που μπορεί να αφήνει την προσωπική του σφραγίδα στο έργο με μια ματιά φρέσκια και καθαρή χωρίς να καταφεύγει σε τεχνάσματα ή περίτεχνα τρικ. Το κείμενο αναπνέει αβίαστα πάνω στη σκηνή του και μέσα στους ηθοποιούς του. Ωστόσο για τα Παράσιτα είχα επιφυλάξεις. Κάτι σαν Τα Ορφανά του Ντένις Κέλι σκέφτηκα. Ωμός ρεαλισμός από τα νησιά της Ελισάβετ. Είχα ενθουσιαστεί με Τα Ορφανά πριν μερικά χρόνια. Δεν ήθελα να χαλάσω την εικόνα με μια ενδεχόμενη επανάληψη. Γι αυτό δεν πήγα πέρσι. Πήγα όμως φέτος. Και καλά έκανα.
Μέχρι χθες δεν ήξερα την Vivienne Franzmann. Η σχετικά νέα αυτή βρετανίδα (γεννήθηκε το 1971) έχει ήδη αρκετά βραβεία στη συλλογή της όπως το Bruntwood (θεατρική γραφή) και το βραβείο George Devine (καλύτερου πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα) ενώ τα έργα της παίζονται με μεγάλη επιτυχία σε όλη την Αγγλία και ανεβαίνουν βέβαια και από την English Stage Company (ο George Devine ήταν ο ιδρυτής και ο εμβληματικός καλλιτεχνικός διευθυντής της) στο Royal Court. Τα Παράσιτα γράφτηκαν για το Clean Break μια θεατρική εταιρία με δράσεις που απευθύνονται σε γυναίκες που βρέθηκαν ή κινδυνεύουν να βρεθούν στη φυλακή. Είναι ένα έργο που ο ωμός ρεαλισμός του έρχεται συνεχώς σε αντιπαράθεση με μια παραμυθένια ποιητικότητα. Ο μάγος του Οζ χέρι χέρι με βαποράκια και μπράβους και η Ντόροθυ να ψάχνει το δρόμο για το Κάνσας μέσα στους εφιάλτες των ηρωίδων μας, της Πίνκ και της Ρόλυ. Η αφαιρετική αλλά γλαφυρή γλώσσα του έργου αποκαλύπτει σε βασανιστικά (με την καλή έννοια) μικρές δόσεις, χωρίς ηθικολογίες και τυμπανοκρουσίες, μια αλήθεια που υποπτευόμασταν. Το έργο αυτό της Vivienne Franzmann αποτελεί κατά την προσωπική μου άποψη μια εξαιρετικά επιτυχημένη μετεξέλιξη του in yer face θεάτρου στις μέρες μας.
Η Κόρα Καρβούνη και η Ιωάννα Κολλιοπούλου έφεραν σε πέρας ένα τιτάνιο έργο με αξιοπρόσεκτη ευαισθησία και πάθος αλλά δυστυχώς όχι χωρίς απώλειες. Η διολίσθηση στην υπερβολή είναι εύκολη υπόθεση όταν πρέπει κάποιος να υποδυθεί το πρεζόνι που κλέβει και εκδίδεται για την επόμενη δόση και δυστυχώς οι πολλοί καλές κατά τα άλλα ηθοποιοί δεν το απέφυγαν. Ωστόσο μεγάλο μερίδιο ευθύνης σε αυτό φέρει και η μετάφραση. Η Αγγελική Κοκκώνη δεν τις εξόπλισε με τις κατάλληλες λέξεις ίσως γιατί και η Ελληνική γλώσσα δεν τις έχει. Μάλλον η κοινωνική συνοχή και η οικογενειακή φροντίδα στη χώρα μας βοήθησε να μην αναπτυχθεί σε μεγάλο βαθμό αυτή η πολύ συνηθισμένη σε άλλες χώρες αργκό του πεζοδρομίου. Η μεταφράστρια αναγκάστηκε να γίνει δημιουργική ώστε να μην περιοριστεί μόνο σε λέξεις όπως μουνί, μαλάκας και πίπα και συχνά το αποτέλεσμα ξένιζε.
Η σκηνοθεσία του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου ήταν αποτελεσματική. Με την εξαιρετική μουσική υπαγόρευση του Σταύρου Γασπαράτου, τους φωτισμούς του Σάκη Μπιρμπίλη και βέβαια τα βίντεο του Παντελή Μάκκα εικονογράφησε με ακρίβεια τόσο τη θλιβερή πραγματικότητα των κοριτσιών όσο και τις ζοφερές τους παραισθήσεις. Μόνο κρίμα η διάψευση των προσδοκιών που δημιουργούσε το σκηνικό (τεράστια, σκόρπια κομμάτια από αφρολέξ) για τη χρήση του σώματος στο έργο.

Συνολικά μια πολύ ενδιαφέρουσα προσέγγιση ενός σύγχρονου “στρατευμένου” έργου. Δεν πήγαν χαμένες οι δυο ώρες αν και ο φίλος μου ο Μίνως ίσως να διαφωνεί.