Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2019

Top Girls



Τα χρόνια που πέρασαν χωρίς καταχώρηση, σε αυτό το blog που ξεκίνησε ως απόπειρα καταγραφής της θεατρικής μου εμπειρίας, ήταν χρόνια γεμάτα με παραστάσεις που αγάπησα, που βαρέθηκα, που ζήλεψα, αλλά που κυρίως δεν έγραψα ούτε μια λέξη γι’ αυτές. Η σιωπή μου δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να παρερμηνευτεί ως κάποιου είδους ενσυνείδητη αποστασιοποίηση. Ούτε η καθημερινότητα μπορεί αποτελεσματικά να κατηγορηθεί. Τεμπελιά, οκνηρία, ρέκλα, βάλτε ό,τι συνώνυμο επιθυμείτε και θα βρείτε την αλήθεια. Αποφάσισα όμως να το ενεργοποιήσω (μέχρι να το εγκαταλείψω ξανά, δικό μου είναι ό,τι θέλω κάνω) με αφορμή την παράσταση Top Girls της Caryl Churchill στο θέατρο Πόρτα σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου.
Η Caryl Churchill είναι μια θεατρική συγγραφέας που έχει πραγματικά κυριαρχήσει (αν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ένα τέτοιο ρήμα για ένα συγγραφέα) στη Βρετανική αλλά και στην παγκόσμια θεατρική σκηνή τα τελευταία 50 χρόνια, ενώ έχει χαρακτηρισθεί από τον Guardian ως ο Pablo Picasso του θεάτρου εξαιτίας της μεγάλης της επιρροής σε διαφορετικές γενιές, της πολιτικής της ευαισθητοποίησης και κυρίως του διαρκούς πειραματισμού της με τη (θεατρική) φόρμα. Το Top Girls έχει όλα αυτά τα χαρακτηριστικά. Είναι ένα έργο που γράφτηκε το 1982 σε μια κοινωνία αμήχανη και διχασμένη από την ακραία νεοφιλελεύθερη πολιτική της Θάτσερ, παραμένει όμως πάντα επίκαιρο. Γι’ αυτό το λόγο παίζεται σε όλο τον κόσμο με πολλή μεγάλη επιτυχία ενώ και στη χώρα μας ανεβαίνει αρκετά συχνά. Επίσης στο ίδιο το έργο η συγγραφέας πειραματίζεται με τη φόρμα σε ακραίο βαθμό. Στην πρώτη πράξη έχουμε την υπερρεαλιστική συνάντηση της Marleneμιας επιτυχημένης γυναίκας με μια σειρά από γυναίκες του παρελθόντος (φανταστικές ή πραγματικές) με κοινό χαρακτηριστικό τους το γεγονός πως ήταν ταυτόχρονα πρωτοπόροι και θύματα. Στη δεύτερη πράξη κλιμακώνεται η δράση σε μια κωμική-σατυρική απεικόνιση του εταιρικού περιβάλλοντος της Marlene, ενώ στην τρίτη πράξη πυκνώνει η δομή στα πρότυπα ενός ρεαλιστικού δράματος δωματίου. Το Top Girls σε κάθε περίπτωση ξεπερνά τα κάπως στενά όρια της φεμινιστικής καταγγελίας ή της αποδόμησης της ιδιαίτερα διαδεδομένης αντίληψης την εποχή εκείνη περί νεοφιλελεύθερου φεμινισμού (της άποψης δηλαδή πως νομοτελειακά στο περιβάλλον της ελεύθερης οικονομίας σημασία έχει η απόδοση και όχι το φύλο) που βρίσκεται στο πρώτο επίπεδο του έργου. Η συγγραφέας θέλει να μιλήσει γενικότερα για τη θέση του ανθρώπου στο σκληρό ανταγωνισμό του καπιταλιστικού συστήματος. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως η επιτυχημένη Marlene γίνεται διευθύντρια σε ένα γραφείο ευρέσεως εργασίας.
Για την παράσταση θα ξεκινήσω από το τέλος. Βγαίνοντας από την αίθουσα ένιωσα πως χάθηκε μια μεγάλη ευκαιρία. Πόσο εύκολο είναι να ξαναβρεθούν τόσο σπουδαίες ηθοποιοί μαζί ξανά; Πόσο εύκολο είναι να έχουμε όχι μία αλλά έξι συγκλονιστικές ερμηνείες σε ένα και μόνο έργο καθοδηγούμενες από έναν σκηνοθέτη με το όραμα και την ευαισθησία του Θωμά Μοσχόπουλου; Κι όμως σε κάθε εξαιρετική επιλογή υπήρχε ένα αγκάθι. Οι εκπληκτικές ερμηνείες συνοδεύονταν από λάθη και μπερδέματα που δεν δικαιολογούνται σε αυτό το επίπεδο των ηθοποιών (ίσως στη συγκεκριμένη μέρα: Πέμπτη 28/11, για κάποιο λόγο να υπήρχε κάποιο πρόβλημα συγκέντρωσης). Η μαεστρική καθοδήγηση των διαλόγων – στην πρώτη πράξη ειδικά – ώστε να αλληλοκαλύπτονται οι αφηγήσεις ακολουθώντας πιστά τις σκηνικές οδηγίες της Churchill κούρασαν τελικά αφού ήταν φανερό πως η συγκεκριμένη πράξη έπρεπε να περικοπεί ώστε το κείμενο να γίνει πιο σφιχτό και καλύτερα προσαρμοσμένο στη σύγχρονη δραματουργία όπου η οικονομία του λόγου είναι βασική αρετή. Για τον ίδιο λόγο έπρεπε να γίνουν περικοπές και στη δεύτερη πράξη. Η αναβίωση της δεκαετίας του 80 ήταν ποιητικά παρούσα χωρίς να γίνεται ρετρό ενώ η  ματζέντα απόχρωση του εργασιακού περιβάλλοντος έμοιαζε να βγαίνει κατευθείαν από τις εφηβικές αναμνήσεις μου. Όμως η τόσο συγκεκριμένη χρονική αναφορά στερούσε στο έργο τη διαχρονική του υπόσταση. Το ενάμιση διάλειμμα δε, για τις δύο αλλαγές σκηνικού ανέκοψε το ρυθμό και με έκανε να νιώσω πως πράγματι βρίσκομαι σε παράσταση της δεκαετίας του 80. Ακατανόητη έως και αδικαιολόγητη επιλογή από ένα σκηνοθέτη του επιπέδου του Μοσχόπουλου. Το ίδιο συμβαίνει και με το σκηνικό της Ευαγγελίας Θεριανού. Ιδιοφυής η σύλληψη με τις περσίδες που κυματίζουν στο βάθος αποκαλύπτοντας κάθε τόσο την συνεχώς παρούσα κουζίνα ως θλιβερή γυναικεία υποχρέωση ή το τραπέζι του δείπνου που αποσυντίθεται στα μικρά γραφεία του εργασιακού χώρου, αποδεικνύεται ωστόσο δύσκολο στο χειρισμό κατά τις αλλαγές. Ιδιαιτέρως προσεγμένα και τα κουστούμια της Κλαιρ Μπρέισγουελ καθώς παραπέμπουν με έναν υπέροχα αφηρημένο αλλά και ποιητικό τρόπο στη δεκαετία του 80, μου έλλειψε όμως μια πιο εμφανής αλλαγή στο μέγεθος στο φορεματάκι της Άντζι όπως ευφυώς προτείνει η συγγραφέας. 

Φέρνω βέβαια πάλι στη μνήμη την εξαιρετικά λεπτοδουλεμένη στο χρώμα και την υφή φωνητική τοποθέτηση της Αλεξάνδρας Αϊδίνη, την πολύ διασκεδαστική ως Πάπισσα Ιωάννα, Βίκυ Βολιώτη τις πειστικές (και μάλιστα σε αρκετά διαφορετικούς ρόλους) Ευδοκία Ρουμελιώτη και Ειρήνη Μακρή και βέβαια τις συγκλονιστικές ερμηνείες των Μαρία Καβογιάννη και Αλεξία Καλτσίκη στο φινάλε και λέω πως μάλλον άξιζε ο κόπος. Αρχίζω να πιστεύω πως ίσως να μην πήγε τελικά χαμένη η ευκαιρία. Αλλά μάλλον στο θέατρο, από τη φύση του, οι ευκαιρίες δεν χάνονται ποτέ.