Κυριακή 1 Μαρτίου 2020

Enter Achilles τωνDV8 (23/02/2020)

Οι DV8 είναι μια ομάδα χορού που ιδρύθηκε το 1986 από τους  Lloyd NewsonMichelle Richecoeur και Nigel Charnock στο Λονδίνο. Εμπνευστής, καλλιτεχνικός διευθυντής και βασικός χορογράφος της ομάδας είναι ο πρώτος, ο Αυστραλός χορευτής και ψυχολόγος Lloyd Newson. Έχοντας δουλέψει από τις αρχές της δεκαετίας του 80 στη Μεγάλη Βρετανία ένιωσε την ανάγκη της δημιουργίας μιας ομάδας που θα ξέφευγε από την ασάφεια και τον αφαιρετισμό του σύγχρονου χορού όπως τον βίωνε εκείνος τόσο ως χορευτής όσο και ως θεατής. Ήθελε να δημιουργεί παραστάσεις με πλοκή, αναγνωρίσιμους χαρακτήρες και σαφή δραματουργία. Χρησιμοποιεί πολύ λόγο, τραγούδι, ακροβατικά, ενώ έχει συνεργαστεί με ερμηνευτές υπερήλικους ή και με αναπηρίες. Οι DV8 έχουν δημιουργήσει πολλές παραστάσεις και έχουν αποσπάσει όλα σχεδόν τα γνωστά βραβεία του χώρου όντας μια από τις γνωστότερες και πλέον επιδραστικές ομάδες παγκοσμίως. Αρκετές από τις παραστάσεις τους έχουν μεταφερθεί και διασκευαστεί κινηματογραφικά καθιστώντας τις προσβάσιμες σε ένα ευρύτερο κοινό. Αυτός ήταν και ο τρόπος που είχα έρθει σε επαφή μαζί τους μέχρι τώρα. Ατυχής συγκυρία με εμπόδιζε πάντα να δω ζωντανά κάποιο από τα έργα τους παρά το γεγονός πως έχουν επισκεφθεί αρκετές φορές την Ελλάδα. Δεν θα άφηνα ωστόσο να χαθεί κι άλλη ευκαιρία. Οι DV8 έρχονταν στην Ελλάδα αναβιώνοντας το πιο αγαπημένο μου έργο τους, το Enter Achilles με την ομάδα Rambert, μια από τις παλαιότερες και σημαντικότερες ομάδες και σχολές χορού στον κόσμο. Enter Achilles λοιπόν με DV8 και Rambert μαζί και τον Lloyd Newson να κάνει οντισιόν σε όλο τον κόσμο για έξι μήνες προκειμένου να επιλέξει τους κατάλληλους 8 άνδρες ερμηνευτές για την παράσταση. Άχαστο.
Το Enter Achilles δημιουργήθηκε το 1995 και περιόδευσε μέχρι το 1998 σε όλο τον κόσμο ενώ διασκευάσθηκε και κινηματογραφικά σε παραγωγή του BBC. Αυτή ήταν και η διασκευή που γνώριζα καθώς μέχρι πρόσφατα ήταν ελεύθερα προσβάσιμη στο YouTube. Διεισδύοντας στον Αχιλλέα λοιπόν. Πονηρός υπαινιγμός, αλλά κυρίως κατάδυση στον κόσμο της αρρενωπότητας. Μια κλασσική βρετανική pub αναδεικνύεται ως ο σκληρός βιότοπος του αρσενικού της εργατικής τάξης. Στον αυστηρά ιεραρχημένο αυτόν μικρόκοσμο η μπύρα ρέει μαζί με την τεστοστερόνη, τις καταπιεσμένες επιθυμίες και την καλά απωθημένη ευαισθησία. Ο Lloyd Newson περιγράφει τη δυσκολία του να είσαι άνδρας ανεξάρτητα από τις σεξουαλικές προτιμήσεις. Η υπακοή στα στερεότυπα – ακόμη και από εκείνους που έχουν κάνει ανόμοιες σεξουαλικές επιλογές – γίνεται αναγκαία προϋπόθεση για την επιβίωση. Όπως πάντα στο έργο των DV8 στον πυρήνα της δραματουργίας βρίσκεται η σεξουαλικότητα που όμως είναι μόνο η αφορμή για να ανοίξει μια ευρύτερη συζήτηση για τις βιολογικές και κοινωνικές συνθήκες που συνδιαμορφώνουν αποπνικτικούς περιορισμούς και νοσογόνες συμπεριφορές. Το Enter Achilles είναι ένα φεμινιστικό έργο για άνδρες που δεν αφήνει ωστόσο απέξω τις γυναίκες παρά την φαινομενική απουσία τους. 
Πήγα με πολλή χαρά και ανυπομονησία στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. Όλος ο γνωστός κόσμος εκεί. Το θέατρο φυσικά γεμάτο. Οκτώ χορευτές – μια άτυπη μικτή κόσμου – περιβάλλεται από τους τοίχους της pub που είναι μικρότεροι στο ύψος από αυτούς. Μπύρα, ποδόσφαιρο, καραόκε και η αθώα καφρίλα της συντροφιάς να δημιουργεί θυμηδία στην πλατεία παρά την υποκείμενη βία. Το χιούμορ αποτελεί βασικό στοιχείο της παράστασης και δεν περιορίζεται μόνο στις χονδροειδείς πλάκες της μεθυσμένης συντροφιάς αλλά γίνεται και ενεργός σχολιασμός που φτάνει στον αυτοσαρκασμό και τη σάτιρα. Ο σχολιασμός του Brexit διέτρεχε το έργο δίνοντάς του μια επίκαιρη πολιτική χροιά που ίσως να έλειπε από την προηγούμενη εκδοχή. Η εργατική τάξη στην Αγγλία παραπλανήθηκε από το λαϊκισμό κάνοντας επιλογές αντίθετες όχι μόνο προς το συμφέρον της αλλά και προς αυτήν την ίδια την ιδεολογική της ταυτότητα. Η ξενοφοβία και ο ρατσισμός καλλιεργήθηκαν με μεγάλη επιδεξιότητα βρίσκοντας πρόσφορο έδαφος ανάμεσα σε ανθρώπους που ήταν έτσι κι αλλιώς περιθωριοποιημένοι και ξεχασμένοι σε ένα περιβάλλον πολιτικώς ορθού φιλελευθερισμού που ένιωθαν πως δεν τους αφορά.   
Οι ικανότητες και η σωματικότητα των χορευτών ήταν απλά εκτός πραγματικότητας. Ορισμένα μάλιστα από τα ακροβατικά έκοβαν την ανάσα όχι μόνο εξαιτίας της εκτελεστικής δυσκολίας αλλά και της επικινδυνότητάς τους. Έχοντας ήδη παρακολουθήσει την παλαιότερη κινηματογραφική εκδοχή ήξερα τι να περιμένω, δεν ήμουν ωστόσο προετοιμασμένος για αυτή τη μοναδική και αβίαστη δράση των οχτώ ερμηνευτών που σε κάποιες στιγμές αψηφούσε βασικούς φυσικούς νόμους. Γνωρίζοντας το βίαιο τέλος ομολογώ πως δεν μπορούσα να διασκεδάσω από το έξυπνο χιούμορ που έκανε την υπόλοιπη πλατεία γύρω μου να ξεσπάει συχνά σε γέλια, αλλά κι εγώ δεν κρατήθηκα όταν ο αδύνατος, αδύναμος και καταφανέστατα ομοφυλόφιλος ήρωας βρέθηκε με τη στολή του Σούπερμαν, θυμίζοντας περισσότερο παιδί με πιτζάμες παρά ήρωα από άλλον πλανήτη, να δίνει τη δική του μάχη στην pub. Το βίαιο φινάλε κλιμακώθηκε με την ολοκληρωτική κατάρρευση όλου του οικοδομήματος και το δάπεδο να ανασηκώνεται σε μια κοσμογονική μετακίνηση που άφησε τον κεντρικό χαρακτήρα της παράστασης, το ευαίσθητο άλφα αρσενικό να κρέμεται στο απειλητικό υπαρξιακό κενό αυτού που εκπροσωπούσε μια στερεότυπη, επίπλαστη και καθόλου ασφαλή αρρενωπότητα. 
Ήταν μια παράσταση που ερχόταν από το παρελθόν αλλά όπως γίνεται πάντα με την υψηλή τέχνη παραμένει φρέσκια και ζωντανή 25 χρόνια μετά. Παρά τις αντιθέσεις και τα προβλήματά μας οι άνθρωποι έχουμε τη δυνατότητα να κοιτάξουμε μέσα μας και να δούμε το χάος. Κι όταν το δείχνουμε, τότε γίνεται λιγότερο τρομακτικό. Χαίρομαι που δεν έχασα άλλη μια ευκαιρία με τους DV8 και θα προσπαθήσω να μη σπαταλήσω κι άλλες στο μέλλον.               

Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2020

Ξαφνικά πέρυσι το Καλοκαίρι Τένεσι Ουίλιαμς (16/02/2020)

Το Ξαφνικά πέρυσι το Καλοκαίρι είναι κατά τη γνώμη μου το πιο ενδιαφέρον έργο του μεγάλου Αμερικανού θεατρικού συγγραφέα όχι μόνο γιατί είναι το πιο ποιητικό αλλά και γιατί είναι ένα έργο που μιλάει ανοιχτά για όλα όσα τον στοίχειωναν στη ζωή του. Η ομοφυλοφιλία εκείνη την εποχή θεωρούνταν ασθένεια. Ο ψυχίατρος που τον παρακολουθούσε, ακριβώς όταν έγραφε το έργο αυτό, του είχε απαγορέψει την ερωτική συνεύρεση με άνδρες καθώς και τη συγγραφή προκειμένου να «ιαθεί». Επίσης η αδερφή του είχε υποστεί λοβοτομή σε μικρή ηλικία. Παρά τα πολλά χρήματα, την επιτυχία των έργων του και την παγκόσμια αποδοχή με κινηματογραφικές διασκευές και επιτυχημένες θεατρικές παραγωγές με όλους τους μεγάλους σταρ της εποχής στους κεντρικούς ρόλους δεν βρήκε ποτέ ψυχική ανακούφιση. Πέθανε σα σήμερα 25 Φεβρουαρίου του 1983 από ένα φελλό που σφηνώθηκε στο λαιμό του από ένα μπουκάλι κρασί που βιαζόταν να πιεί. Δεν μπορώ βέβαια να μην αναφερθώ στη συγκλονιστική παράσταση του έργου του Λεωφορείο ο Πόθοςτου Θεάτρου Τέχνης στην Ελλάδα από τον Κάρολο Κουν το 1948 με τη Μελίνα Μερκούρη ως Μπλανς Ντυμπουά να τραγουδάει το Χάρτινο Φεγγαράκι Του Μάνου Χατζηδάκι σε στίχους Νίκου Γκάτσου. 
Ας επιστρέψουμε όμως στο   Ξαφνικά πέρυσι το Καλοκαίρι. Στον κήπο με τα σαρκοβόρα φυτά του ζάμπλουτου ποιητή και περιηγητή Σεμπάστιαν που πέθανε κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες το προηγούμενο καλοκαίρι σε κάποιο από τα ταξίδια του, η μητέρα του ενορχηστρώνει ένα σχέδιο ηθικής και ψυχικής εξόντωσης της ανηψιάς της Κάθριν – αυτόπτη μάρτυρα του βίαιου θανάτου του γιού της – αρνούμενη να πιστέψει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες επήλθε αυτός. Ασκεί μάλιστα πιέσεις σε ψυχίατρο που χρηματοδοτεί την έρευνά του προκειμένου να της κάνει λοβοτομή. Η τελευταία κάτω από την επήρεια ενός ορού αλήθειας που της κάνει ο ψυχίατρος αποκαλύπτει τα γεγονότα γύρω από τις συνθήκες του θανάτου του ποιητή που πέφτει θύμα κανιβαλισμού από ομάδα νεαρών πεινασμένων ζητιάνων που ο ίδιος τους χρησιμοποιεί σεξουαλικά. Ο Σεμπάστιαν είναι θηρευτής αλλά και θύμα όπως και η μητέρα του που έχει επιλέξει να ζει με το ψέμα (το δικό της Ιψενικό ζωτικό ψεύδος) ενός αμόλυντου γιου. 
Σε αυτό το συγκλονιστικό στη σύλληψή του έργο όπου ο πρωταγωνιστής είναι απών, ο Ουίλιαμς περιγράφει τους φόβους και τις ενοχές του σε ένα κόσμο βίαιο και μια φύση πεινασμένη και αδηφάγα. Ο σκηνοθέτης της παράστασης Γιώργος Παπαγεωργίου αντικαθιστά τον κήπο με τα σαρκοβόρα φυτά με έναν χώρο μνήμης του Σεμπάστιαν. Άπειρα προσωπικά αντικείμενα που σχετίζονται με τα ταξίδια και την πνευματική εργασία του ποιητή είναι τακτοποιημένα με σχολαστική επιμέλεια από τη μητέρα του. Στο κέντρο αυτών τοποθετείται η ίδια με χάρη και αυταρέσκεια. Όλα φαίνονται έτοιμα για το μεγάλο φινάλε όπου η τάξη θα καταστραφεί και η αλήθεια θα αναδείξει την εντροπία. Ίσως μάλιστα αυτή η εξέλιξη να γίνεται επικίνδυνα προβλέψιμη για την παράσταση. Ο σκηνοθέτης επιλέγει να αναδείξει την αφηγηματική ένταση ως ένα παιχνίδι τους φωτός με το σκοτάδι. Ένα λαμπατέρ στα χέρια του ψυχίατρου γίνεται ανακριτικό όργανο και χειρουργικό νυστέρι μαζί. Η παράσταση είναι χτισμένη πάνω στη σταδιακή αποσύνθεση του σκηνικού τοπίου και στην απομάκρυνση από τη ρεαλιστική και βαθιά ποιητική συνθήκη ταυτόχρονα που έχει κατασκευάσει ο συγγραφέας. 
Η θέμις Μπαζάκα έπαιζε με νάρθηκα στο χέρι στην παράσταση που είδα και ήταν εμφανώς επηρεασμένη από το γεγονός αυτό. Μπόρεσε βέβαια να θέσει σε λειτουργία τις γνωστές αρετές της και να υπηρετήσει το ρόλο του θεματοφύλακα της μνήμης του Σεμπάστιαν με τη συγκρατημένη μανία που προυποθέτει ο ρόλος, δεν τα κατάφερε ωστόσο να συμπεριλάβει τον τραυματισμό της στην ερμηνεία κάτι που στα δικά μου μάτια ήταν πολύ ενοχλητικό. Η Μαίρη Μηνά στο ρόλο της Κάθριν προσπαθεί φιλότιμα αλλά δεν ξεφεύγει από τα στερεότυπα και τη σχολή που έχει επιβάλει με την κινηματογραφική της ερμηνεία η Ελίζαμπεθ Τέιλορ. Προσωπικά πιστεύω πως μια λιγότερο πειστική Κάθριν που φλερτάρει περισσότερο με την ψυχική νόσο ίσως αναδεικνύει αποτελεσματικότερα το ποιητικό στοιχείο του έργου. Ο Παναγιώτης Εξαρχέας στο ρόλο του γιατρού σίγουρα δεν είχε την λάμψη του Μοντγκόμερι Κλιφτ αλλά προσπάθησε φιλότιμα να προσεγγίσει το δύσκολο στις ισορροπίες του ρόλο βοηθούμενος κι από τις σκηνοθετικές επιλογές. 
Συνολικά ήταν μια φιλόδοξη και καινοτόμα προσπάθεια που σίγουρα αξίζει να δούμε με ένα φινάλε συγκινητικό και απρόβλεπτο τελικά που δεν θα αποκαλύψω. Μου έλειψαν ωστόσο τα σαρκοβόρα φυτά, οι κραυγές των πουλιών και όλη αυτή η απειλητική και βίαιη φύση που μας περιβάλει με την ακόρεστη όρεξή της.

Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2020

Τα Κόκκινα Τετράδια της Ελεάνας Γεωργούλη (15/02/2020)
Την Ελεάνα Γεωργούλη τη θαύμαζα και την παρακολουθούσα πολύ πριν τη γνωρίσω προσωπικά (με αυτή και μόνο την πρόταση καταλαβαίνει κανείς πως έχω αποδεχτεί το αναπόφευκτο της υποκειμενικότητας). Συγκλονιστική στους Ήρωες και ακόμη καλύτερη στο Βόυτσεκ – πάντα  κάτω από τη σκηνοθετική καθοδήγηση του Σάββα Στρούμπου – για το οποίο μάλιστα βραβεύτηκε με το βραβείο Κάρολος Κουν ως καλύτερη νέα ηθοποιός για το 2016. Η τύχη τα έφερε και ήμουν παρών στη βράβευσή της αφού συνόδευα τους φίλους μου τους Ακροποδητί για να παραλάβουν το δικό τους βραβείο για καλύτερη παράσταση χορού (όπου γάμος και μαντήλι...). Τη γνώρισα πέρυσι τέτοιες μέρες σε σεμινάριο σωματικού θεάτρου που οργάνωσα για τη δεύτερη χρονιά της παράστασης Ερωτόκριτος που σκηνοθετούσα. Η άποψη που είχα για κείνη βέβαια ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο αφού η Ελεάνα είναι ένα από τα μαγικά εκείνα πλάσματα που τα έχουν όλα (πως το κάνουν δε γνωρίζω). Εξαιρετική σκηνική παρουσία και ενέργεια, μοναδική χροιά φωνής σε μια πανέμορφη γυναίκα που χορεύει, τραγουδά, είναι καλλιεργημένη, γράφει καλά, σκηνοθετεί, κάνει σεμινάρια, είναι η ψυχή της παρέας, βρίσκει και ύπουλους τρόπους να πληρώσει το λογαριασμό ή το εισιτήριο όταν την προσκαλείς σε δική σου παράσταση.
Όλες αυτές τις αρετές η Ελεάνα τις καταθέτει γενναιόδωρα σε αυτή τη χορταστική παράσταση που περιγράφει την απίθανη ζωή της γιαγιάς της, Βάσω Στροφύλλα κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής και του εμφυλίου που ακολουθεί. Η παράσταση έχει εξαιρετικό ρυθμό που υπογραμμίζεται από την εμπνευσμένη μουσική του Γιάννη Φίλια και σε κρατάει με κομμένη την ανάσα. Όλοι οι συντελεστές δίνουν τα πάντα επί σκηνής με ιδιαίτερη ευαισθησία και ειλικρίνεια. Για την Ελεάνα έχω ήδη μιλήσει και δεν περίμενα και τίποτα λιγότερο, εντυπωσιάστηκα ωστόσο από την ερμηνεία της Νάνσυ Μπούκλη στο ρόλο της Βάσω Στροφύλλα. Προσέγγισε το ρολό με το δυναμισμό που αρμόζει σε μια γυναίκα που μπλέχτηκε στα γρανάζια της ιστορίας αλλά δε λύγισε στιγμή, κρατώντας ωστόσο ενεργοποιημένη όλη τη θηλυκότητα και τον ερωτισμό της όπως υπαγόρευε το κείμενο. Σκιαγράφησε την ηρωίδα με έναν τέτοιο τρόπο που δεν ήξερες αν έπρεπε να την προτείνεις για μετάλλιο ανδρείας ή να την ερωτευτείς παράφορα (μάλλον και τα δύο). Εξαιρετική επιλογή και επίδοση. Πολύ καλός επίσης δίπλα της ο Ανδρέας Κοντόπουλος με την υπέροχη φωνή και τη σωματική του αφοσίωση καθώς και ο Γιάννης Φίλιας που όπως είπαμε είναι υπεύθυνος και για τη μουσική.
Η παράσταση αυτή έφερε στο νου μου κι άλλα πράγματα που τα είχα ξεχάσει, που τα έχουμε όλοι ξεχάσει. Αυτή η χώρα φέρει μια βαθιά πληγή που δεν έχει κλείσει και τις συνέπειες της τις πληρώνουμε ακόμη και σήμερα. Σε όλο τον κόσμο μετά το τέλος του Β΄ παγκοσμίου πολέμου αποδόθηκε (αλλού λίγο αλλού πολύ) μια κάποια δικαιοσύνη. Η Ελλάδα ήταν η μόνη χώρα όπου όχι μόνο δεν έγινε αποδωσιλογοποίηση αλλά όλοι οι μαυραγορίτες, οι χίτες και οι προδότες έγιναν οι στυλοβάτες του συστήματος προκειμένου να αντιμετωπιστεί ο «κομμουνιστικός κίνδυνος». Αυτοί οι ίδιοι άνθρωποι και οι απόγονοί τους έφτασαν μέχρι τις μέρες μας να είναι νοικοκύρηδες, επιχειρηματίες, πολιτικοί (ακόμη και κεντροαριστερών παρατάξεων) και να συνεχίζουν τις ίδιες τακτικές άλλοτε ως νοσταλγοί της χούντας, των Ναζί, του βασιλιά, του Μουσολίνι (βάλτε όποια γραφικότητα θέλετε) κάνοντας εγκλήματα και δηλητηριάζοντας την καθημερινότητα κι άλλοτε (αυτοί ίσως να είναι και οι πιο επικίνδυνοι) να είναι ενταγμένοι πλήρως στο πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον έχοντας ενεργοποιημένο το προφίλ της πολιτικής ορθότητας. Άνθρωποι σαν τη Βάσω Στροφύλλα πέθαναν ή ξεχάστηκαν. Νέοι άνθρωποι, γεμάτοι ιδανικά, αξίες και ικανότητες θυσιάστηκαν για τις ιδέες τους και έμειναν στην ιστορία ως άλλοθι για να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες κάποιων νεότερων χωρίς αξίες, χωρίς ιδέες, χωρίς ικανότητες. Δεν λέω πως θα ήταν καλύτερα τα πράγματα αν είχε επικρατήσει στον εμφύλιο η αριστερά. Είμαι όμως σίγουρος πως θα είχαμε μια άλλη χώρα αν δεν γινόταν εμφύλιος κι αν όλοι αυτοί που πρόδωσαν τόσο βάναυσα και τόσο μοιραία τον ελληνικό λαό έβρισκαν το τέλος που τους άξιζε. Εδώ ταιριάζει και μια μαντινάδα που την αγαπώ πολύ και εκφράζει πλήρως την ιστορική πορεία της χώρας:

«Τ’ αγγειά* γενήκαν θυμιατά και τα σκατά λιβάνι
Και των ρουφιάνων τα παιδιά οι πρώτοι καπετάνιοι».
*Αγγειά είναι τα δοχεία νυκτός (κοινώς καθίκια).

Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2019

Top Girls



Τα χρόνια που πέρασαν χωρίς καταχώρηση, σε αυτό το blog που ξεκίνησε ως απόπειρα καταγραφής της θεατρικής μου εμπειρίας, ήταν χρόνια γεμάτα με παραστάσεις που αγάπησα, που βαρέθηκα, που ζήλεψα, αλλά που κυρίως δεν έγραψα ούτε μια λέξη γι’ αυτές. Η σιωπή μου δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να παρερμηνευτεί ως κάποιου είδους ενσυνείδητη αποστασιοποίηση. Ούτε η καθημερινότητα μπορεί αποτελεσματικά να κατηγορηθεί. Τεμπελιά, οκνηρία, ρέκλα, βάλτε ό,τι συνώνυμο επιθυμείτε και θα βρείτε την αλήθεια. Αποφάσισα όμως να το ενεργοποιήσω (μέχρι να το εγκαταλείψω ξανά, δικό μου είναι ό,τι θέλω κάνω) με αφορμή την παράσταση Top Girls της Caryl Churchill στο θέατρο Πόρτα σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου.
Η Caryl Churchill είναι μια θεατρική συγγραφέας που έχει πραγματικά κυριαρχήσει (αν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ένα τέτοιο ρήμα για ένα συγγραφέα) στη Βρετανική αλλά και στην παγκόσμια θεατρική σκηνή τα τελευταία 50 χρόνια, ενώ έχει χαρακτηρισθεί από τον Guardian ως ο Pablo Picasso του θεάτρου εξαιτίας της μεγάλης της επιρροής σε διαφορετικές γενιές, της πολιτικής της ευαισθητοποίησης και κυρίως του διαρκούς πειραματισμού της με τη (θεατρική) φόρμα. Το Top Girls έχει όλα αυτά τα χαρακτηριστικά. Είναι ένα έργο που γράφτηκε το 1982 σε μια κοινωνία αμήχανη και διχασμένη από την ακραία νεοφιλελεύθερη πολιτική της Θάτσερ, παραμένει όμως πάντα επίκαιρο. Γι’ αυτό το λόγο παίζεται σε όλο τον κόσμο με πολλή μεγάλη επιτυχία ενώ και στη χώρα μας ανεβαίνει αρκετά συχνά. Επίσης στο ίδιο το έργο η συγγραφέας πειραματίζεται με τη φόρμα σε ακραίο βαθμό. Στην πρώτη πράξη έχουμε την υπερρεαλιστική συνάντηση της Marleneμιας επιτυχημένης γυναίκας με μια σειρά από γυναίκες του παρελθόντος (φανταστικές ή πραγματικές) με κοινό χαρακτηριστικό τους το γεγονός πως ήταν ταυτόχρονα πρωτοπόροι και θύματα. Στη δεύτερη πράξη κλιμακώνεται η δράση σε μια κωμική-σατυρική απεικόνιση του εταιρικού περιβάλλοντος της Marlene, ενώ στην τρίτη πράξη πυκνώνει η δομή στα πρότυπα ενός ρεαλιστικού δράματος δωματίου. Το Top Girls σε κάθε περίπτωση ξεπερνά τα κάπως στενά όρια της φεμινιστικής καταγγελίας ή της αποδόμησης της ιδιαίτερα διαδεδομένης αντίληψης την εποχή εκείνη περί νεοφιλελεύθερου φεμινισμού (της άποψης δηλαδή πως νομοτελειακά στο περιβάλλον της ελεύθερης οικονομίας σημασία έχει η απόδοση και όχι το φύλο) που βρίσκεται στο πρώτο επίπεδο του έργου. Η συγγραφέας θέλει να μιλήσει γενικότερα για τη θέση του ανθρώπου στο σκληρό ανταγωνισμό του καπιταλιστικού συστήματος. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως η επιτυχημένη Marlene γίνεται διευθύντρια σε ένα γραφείο ευρέσεως εργασίας.
Για την παράσταση θα ξεκινήσω από το τέλος. Βγαίνοντας από την αίθουσα ένιωσα πως χάθηκε μια μεγάλη ευκαιρία. Πόσο εύκολο είναι να ξαναβρεθούν τόσο σπουδαίες ηθοποιοί μαζί ξανά; Πόσο εύκολο είναι να έχουμε όχι μία αλλά έξι συγκλονιστικές ερμηνείες σε ένα και μόνο έργο καθοδηγούμενες από έναν σκηνοθέτη με το όραμα και την ευαισθησία του Θωμά Μοσχόπουλου; Κι όμως σε κάθε εξαιρετική επιλογή υπήρχε ένα αγκάθι. Οι εκπληκτικές ερμηνείες συνοδεύονταν από λάθη και μπερδέματα που δεν δικαιολογούνται σε αυτό το επίπεδο των ηθοποιών (ίσως στη συγκεκριμένη μέρα: Πέμπτη 28/11, για κάποιο λόγο να υπήρχε κάποιο πρόβλημα συγκέντρωσης). Η μαεστρική καθοδήγηση των διαλόγων – στην πρώτη πράξη ειδικά – ώστε να αλληλοκαλύπτονται οι αφηγήσεις ακολουθώντας πιστά τις σκηνικές οδηγίες της Churchill κούρασαν τελικά αφού ήταν φανερό πως η συγκεκριμένη πράξη έπρεπε να περικοπεί ώστε το κείμενο να γίνει πιο σφιχτό και καλύτερα προσαρμοσμένο στη σύγχρονη δραματουργία όπου η οικονομία του λόγου είναι βασική αρετή. Για τον ίδιο λόγο έπρεπε να γίνουν περικοπές και στη δεύτερη πράξη. Η αναβίωση της δεκαετίας του 80 ήταν ποιητικά παρούσα χωρίς να γίνεται ρετρό ενώ η  ματζέντα απόχρωση του εργασιακού περιβάλλοντος έμοιαζε να βγαίνει κατευθείαν από τις εφηβικές αναμνήσεις μου. Όμως η τόσο συγκεκριμένη χρονική αναφορά στερούσε στο έργο τη διαχρονική του υπόσταση. Το ενάμιση διάλειμμα δε, για τις δύο αλλαγές σκηνικού ανέκοψε το ρυθμό και με έκανε να νιώσω πως πράγματι βρίσκομαι σε παράσταση της δεκαετίας του 80. Ακατανόητη έως και αδικαιολόγητη επιλογή από ένα σκηνοθέτη του επιπέδου του Μοσχόπουλου. Το ίδιο συμβαίνει και με το σκηνικό της Ευαγγελίας Θεριανού. Ιδιοφυής η σύλληψη με τις περσίδες που κυματίζουν στο βάθος αποκαλύπτοντας κάθε τόσο την συνεχώς παρούσα κουζίνα ως θλιβερή γυναικεία υποχρέωση ή το τραπέζι του δείπνου που αποσυντίθεται στα μικρά γραφεία του εργασιακού χώρου, αποδεικνύεται ωστόσο δύσκολο στο χειρισμό κατά τις αλλαγές. Ιδιαιτέρως προσεγμένα και τα κουστούμια της Κλαιρ Μπρέισγουελ καθώς παραπέμπουν με έναν υπέροχα αφηρημένο αλλά και ποιητικό τρόπο στη δεκαετία του 80, μου έλλειψε όμως μια πιο εμφανής αλλαγή στο μέγεθος στο φορεματάκι της Άντζι όπως ευφυώς προτείνει η συγγραφέας. 

Φέρνω βέβαια πάλι στη μνήμη την εξαιρετικά λεπτοδουλεμένη στο χρώμα και την υφή φωνητική τοποθέτηση της Αλεξάνδρας Αϊδίνη, την πολύ διασκεδαστική ως Πάπισσα Ιωάννα, Βίκυ Βολιώτη τις πειστικές (και μάλιστα σε αρκετά διαφορετικούς ρόλους) Ευδοκία Ρουμελιώτη και Ειρήνη Μακρή και βέβαια τις συγκλονιστικές ερμηνείες των Μαρία Καβογιάννη και Αλεξία Καλτσίκη στο φινάλε και λέω πως μάλλον άξιζε ο κόπος. Αρχίζω να πιστεύω πως ίσως να μην πήγε τελικά χαμένη η ευκαιρία. Αλλά μάλλον στο θέατρο, από τη φύση του, οι ευκαιρίες δεν χάνονται ποτέ.   

Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2015

Τα Παιδιά του Ήλιου

Παιδιά του ήλιου του Μαξίμ Γκόρκι στο υπόγειο του θεάτρου τέχνης με πολύ μεγάλη καθυστέρηση (ας όψεται η αιφνίδια ταξιδιωτική μου επιθυμία για τις Βρυξέλλες, τη νέα πρωτεύουσα του Ισλαμικού κράτους). Σκηνοθεσία από το συμπατριώτη μου Νίκο Μαστοράκη και ένα μεγάλο μάθημα για το πως να διαχειριστείς με σύγχρονο τρόπο ένα κλασσικό κείμενο χωρίς να χρειαστεί να καταφύγεις σε κανένα μοντερνιστικό ή άλλο καταφύγιο. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Ο Μαξίμ Γκόρκι δεν είναι Τσέχοφ. Και Τα παιδιά του ήλιου δεν είναι Βυσσινόκηπος. Θα μπορούσε ωστόσο. Γράφτηκαν την ίδια εποχή αμέσως μετά την αποτυχημένη εξέγερση του 1905 το πρώτο, λίγο πριν το δεύτερο (1903), παρουσιάζουν με πολύ εύστοχο τρόπο τις επικείμενες αλλαγές στη Ρωσία και στον πλανήτη και τη βέβαιη πτώση της αριστοκρατίας. Η βασική διαφορά μεταξύ των δύο έργων είναι πως το πρώτο παίρνει θέση. Είναι ένα ιδεολογικά προσανατολισμένο έργο από ένα φυλακισμένο για τις ιδέες του συγγραφέα. Ίσως γι αυτό το λόγο Ο Βυσσινόκηπος έχει παγκόσμια και διαχρονική απήχηση, όταν Τα παιδιά του ήλιου δεν παίζονται σχεδόν ποτέ και πουθενά.
Στο πολυτελώς παρηκμασμένο σπίτι ενός ιδεοληπτικού με την επιστήμη αριστοκράτη οι ήρωες βασανίζονται από τους αδιέξοδους και μάλλον ψυχωτικούς τους έρωτες όταν γύρω τους έχει ξεσπάσει μια επιδημία χολέρας. Είναι η εξέγερση των καταπιεσμένων ή ίσως και η παθολογία της εποχής που απειλεί ιδιαίτερα εκείνους που νιώθουν πιο προστατευμένοι.
Ο Νίκος Μαστοράκης κατευθύνει τους ηθοποιούς του με εξαιρετική μαεστρία και έλεγχο. Προσηλώνεται σε ερμηνείες ήσυχες, χαμηλόφωνες, χωρίς εξάρσεις ή υπερβολές. Το αποτέλεσμα είναι ένα αριστούργημα απλότητας και σαφήνειας, πραγματικό μάθημα για κάθε σκηνοθέτη και κάθε ηθοποιό για το πως μπορεί να διαβαστεί με σύγχρονο ρεαλιστικό τρόπο ένα κλασσικό κείμενο. Μόνη μου ένσταση – και σοβαρή – η συμπάθεια με την οποία αντιμετωπίζει τη μισότρελη αδερφή της οικογένειας που για κάποιο λόγο την θεωρεί ως την πλέον συνειδητοποιημένη πολιτικά όταν κατά τη γνώμη μου αυτό συμβαίνει κυρίως με την παραμελημένη σύζυγο του “επιστήμονα” αριστοκράτη.
Οι ηθοποιοί ανταποκρίνονται στην πρόκληση με εξαιρετική επαγγελματική συνέπεια. Μπορεί να θεωρείται αυτονόητο κάτι τέτοιο αλλά δυστυχώς δεν είναι. Οι εύκολες λύσεις και η επιδίωξη του εντυπωσιασμού ή της δημοφιλίας αποτελούν τον κανόνα της σύγχρονης υποκριτικής στην Ελλάδα. Σπάνια βλέπει κανείς παραστάσεις όπως η συγκεκριμένη, με ηθοποιούς που μοχθούν ειλικρινά να ενισχύσουν κάθε υπόγειο ψίθυρο του κειμένου με ευαισθησία και έλεγχο. Οι ρεαλιστικές ερμηνείες έχουν θυσιαστεί στις μέρες μας – και ίσως όχι άδικα – για χάρη ερμηνειών περισσότερο σωματικών ή εξπρεσιονιστικών. Το πειραματικό θέατρο των υπογείων και των βιομηχανικών εγκαταστάσεων έχει μεταφερθεί σε όλα σχεδόν τα θέατρα, ακόμη και τα εμπορικά, έχει γίνει mainstream. Αυτό σίγουρα δεν είναι κακό, αλλά έχω την εντύπωση πως αναθρέφει μια ολόκληρη γενιά υποκριτικά αναλφάβητων ηθοποιών. Χρειάζεται βαθιά γνώση των βασικών στοιχείων της τέχνης σου προκειμένου να την υπερβείς και να την εξελίξεις. Χρειάζεται επίσης και εξάσκηση. Έτσι είναι πραγματικά ανακουφιστικό να βλέπεις τέτοιες ερμηνείες που σε πηγαίνουν πάλι πίσω στην πηγή του σύγχρονου θεάτρου και τέτοιους ηθοποιούς που είναι ακόμη σε θέση να το κάνουν.


Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2015

Τέφρα και Σκιά

Δημήτρης Καρατζάς: το νέο “enfant terrible” του Ελληνικού θεάτρου με παραγωγές στο Εθνικό, στην Επίδαυρο ή στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών κι όλα αυτά ενώ είναι μόνο 27. Συζητήσεις και διαφωνίες γιατί του ανέθεσε ο Λούκος να σκηνοθετήσει την Ελένη του Ευριπίδη και συμμετοχή με μεγάλη επιτυχία στο φεστιβάλ της Αβινιόν με τον Κυκλισμό του Τετραγώνου του Δημήτρη Δημητριάδη που αποθεώθηκε από κριτικούς στη Γαλλία. Ωστόσο Καρατζά άκουγα και Καρατζά δεν έβλεπα. Τουλάχιστον μέχρι χθες το βράδυ.
Τέφρα και Σκιά λοιπόν. Ένα μικρό αριστούργημα του Χάρολντ Πίντερ που έκανε γνωστό στην Ελλάδα ο Λευτέρης Βογιατζής το 2000 όπου πρωταγωνίστησε ο ίδιος μαζί με τη Ρένη Πιττακή. Με ελάχιστες λέξεις και ατέλειωτες σιωπές ο συγγραφέας επεμβαίνει πάνω στην ατομική εμπειρία της βίας ως μονοπάτι για να βιωθεί γενικά ο ανθρώπινος πόνος. Γεγονότα όπως το ολοκαύτωμα των Εβραίων, αλλά βέβαια και η τραγωδία των προσφύγων στις μέρες μας, είναι πληγές διαρκώς ανοιχτές και χαίνουσες για το συνολικό ανθρώπινο σώμα.
Πίντερ λοιπόν και Βογιατζής εναντίον (εναντίον;) Καρατζά. Χρειάζεται θάρρος. Για να δούμε...
Μια νησίδα άμμου στη μέση ενός λευκού παρκέ με δυο πολυθρόνες. Η Ρεβέκκα καθιστή, σχεδόν ακίνητη. Ο Ντέβλιν όρθιος. Πίνει λίγο ουίσκι. Τα μικρόφωνα που είναι τοποθετημένα στην άμμο, μεταφέρουν το τρίξιμο των βημάτων. Μικρά ψεύτικα φυτά και γύρω φωτεινοί προβολείς πάνω σε ψηλούς μαύρους στύλους. Φώτα για macro λήψεις εντόμων ή μικρών ζώων. Terrarium που στήθηκε για τις ανάγκες ενός πειράματος. Το εκτυφλωτικό φως αντανακλάται από την άσπρη άμμο. Η σιωπή συνδιαλέγεται με το θραυσματικό λόγο και τη μικροφωνική αντήχηση καθώς ζωντανεύει μέσα μας το τραύμα της βίας.
Εξαιρετική η Εύη Σαουλίδου, σχεδόν ακίνητη, ένα ζωντανό άγαλμα, μας συνόδευσε αποτελεσματικά στα σκοτεινά κομμάτια της συνείδησής μας. Ο Χρήστος Λούλης κάπως αμήχανος ειδικά κινησιολογικά. Ένιωθες πως κατέβαλε ιδιαίτερη προσπάθεια να ακουστούν τα βήματα του στα μικρόφωνα. Πάντως βοήθησε ουσιαστικά να σκιαγραφηθεί ο εξουσιαστικός Ντέβλιν με την απαραίτητη αποστασιοποίηση.

Ο Καρατζάς τόλμησε να αναμετρηθεί με τους γίγαντες και τα κατάφερε περίφημα. Δεν τους σκότωσε όμως. Εξήγησε θαυμάσια τον Πίντερ (δεν είναι και λίγο αυτό) χωρίς ωστόσο να τον προκαλέσει. Ο σεβασμός του για το κείμενο υπερβολικός αλλά δικαιολογημένος. Συνολικά ωστόσο φρόντισε να μετατρέψει την απλή θέαση ενός έργου σε ουσιαστική εμπειρία.   

Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2015

Τα Παράσιτα

Ο Θεοδωρόπουλος μου αρέσει. Με εξαίρεση ίσως τον φετινό Αίαντα όλες οι παραστάσεις του που έχω παρακολουθήσει ήταν πολύ ενδιαφέρουσες. Θεωρώ πως είναι από τους σκηνοθέτες που μπορεί να αφήνει την προσωπική του σφραγίδα στο έργο με μια ματιά φρέσκια και καθαρή χωρίς να καταφεύγει σε τεχνάσματα ή περίτεχνα τρικ. Το κείμενο αναπνέει αβίαστα πάνω στη σκηνή του και μέσα στους ηθοποιούς του. Ωστόσο για τα Παράσιτα είχα επιφυλάξεις. Κάτι σαν Τα Ορφανά του Ντένις Κέλι σκέφτηκα. Ωμός ρεαλισμός από τα νησιά της Ελισάβετ. Είχα ενθουσιαστεί με Τα Ορφανά πριν μερικά χρόνια. Δεν ήθελα να χαλάσω την εικόνα με μια ενδεχόμενη επανάληψη. Γι αυτό δεν πήγα πέρσι. Πήγα όμως φέτος. Και καλά έκανα.
Μέχρι χθες δεν ήξερα την Vivienne Franzmann. Η σχετικά νέα αυτή βρετανίδα (γεννήθηκε το 1971) έχει ήδη αρκετά βραβεία στη συλλογή της όπως το Bruntwood (θεατρική γραφή) και το βραβείο George Devine (καλύτερου πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα) ενώ τα έργα της παίζονται με μεγάλη επιτυχία σε όλη την Αγγλία και ανεβαίνουν βέβαια και από την English Stage Company (ο George Devine ήταν ο ιδρυτής και ο εμβληματικός καλλιτεχνικός διευθυντής της) στο Royal Court. Τα Παράσιτα γράφτηκαν για το Clean Break μια θεατρική εταιρία με δράσεις που απευθύνονται σε γυναίκες που βρέθηκαν ή κινδυνεύουν να βρεθούν στη φυλακή. Είναι ένα έργο που ο ωμός ρεαλισμός του έρχεται συνεχώς σε αντιπαράθεση με μια παραμυθένια ποιητικότητα. Ο μάγος του Οζ χέρι χέρι με βαποράκια και μπράβους και η Ντόροθυ να ψάχνει το δρόμο για το Κάνσας μέσα στους εφιάλτες των ηρωίδων μας, της Πίνκ και της Ρόλυ. Η αφαιρετική αλλά γλαφυρή γλώσσα του έργου αποκαλύπτει σε βασανιστικά (με την καλή έννοια) μικρές δόσεις, χωρίς ηθικολογίες και τυμπανοκρουσίες, μια αλήθεια που υποπτευόμασταν. Το έργο αυτό της Vivienne Franzmann αποτελεί κατά την προσωπική μου άποψη μια εξαιρετικά επιτυχημένη μετεξέλιξη του in yer face θεάτρου στις μέρες μας.
Η Κόρα Καρβούνη και η Ιωάννα Κολλιοπούλου έφεραν σε πέρας ένα τιτάνιο έργο με αξιοπρόσεκτη ευαισθησία και πάθος αλλά δυστυχώς όχι χωρίς απώλειες. Η διολίσθηση στην υπερβολή είναι εύκολη υπόθεση όταν πρέπει κάποιος να υποδυθεί το πρεζόνι που κλέβει και εκδίδεται για την επόμενη δόση και δυστυχώς οι πολλοί καλές κατά τα άλλα ηθοποιοί δεν το απέφυγαν. Ωστόσο μεγάλο μερίδιο ευθύνης σε αυτό φέρει και η μετάφραση. Η Αγγελική Κοκκώνη δεν τις εξόπλισε με τις κατάλληλες λέξεις ίσως γιατί και η Ελληνική γλώσσα δεν τις έχει. Μάλλον η κοινωνική συνοχή και η οικογενειακή φροντίδα στη χώρα μας βοήθησε να μην αναπτυχθεί σε μεγάλο βαθμό αυτή η πολύ συνηθισμένη σε άλλες χώρες αργκό του πεζοδρομίου. Η μεταφράστρια αναγκάστηκε να γίνει δημιουργική ώστε να μην περιοριστεί μόνο σε λέξεις όπως μουνί, μαλάκας και πίπα και συχνά το αποτέλεσμα ξένιζε.
Η σκηνοθεσία του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου ήταν αποτελεσματική. Με την εξαιρετική μουσική υπαγόρευση του Σταύρου Γασπαράτου, τους φωτισμούς του Σάκη Μπιρμπίλη και βέβαια τα βίντεο του Παντελή Μάκκα εικονογράφησε με ακρίβεια τόσο τη θλιβερή πραγματικότητα των κοριτσιών όσο και τις ζοφερές τους παραισθήσεις. Μόνο κρίμα η διάψευση των προσδοκιών που δημιουργούσε το σκηνικό (τεράστια, σκόρπια κομμάτια από αφρολέξ) για τη χρήση του σώματος στο έργο.

Συνολικά μια πολύ ενδιαφέρουσα προσέγγιση ενός σύγχρονου “στρατευμένου” έργου. Δεν πήγαν χαμένες οι δυο ώρες αν και ο φίλος μου ο Μίνως ίσως να διαφωνεί.