Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2020

Ξαφνικά πέρυσι το Καλοκαίρι Τένεσι Ουίλιαμς (16/02/2020)

Το Ξαφνικά πέρυσι το Καλοκαίρι είναι κατά τη γνώμη μου το πιο ενδιαφέρον έργο του μεγάλου Αμερικανού θεατρικού συγγραφέα όχι μόνο γιατί είναι το πιο ποιητικό αλλά και γιατί είναι ένα έργο που μιλάει ανοιχτά για όλα όσα τον στοίχειωναν στη ζωή του. Η ομοφυλοφιλία εκείνη την εποχή θεωρούνταν ασθένεια. Ο ψυχίατρος που τον παρακολουθούσε, ακριβώς όταν έγραφε το έργο αυτό, του είχε απαγορέψει την ερωτική συνεύρεση με άνδρες καθώς και τη συγγραφή προκειμένου να «ιαθεί». Επίσης η αδερφή του είχε υποστεί λοβοτομή σε μικρή ηλικία. Παρά τα πολλά χρήματα, την επιτυχία των έργων του και την παγκόσμια αποδοχή με κινηματογραφικές διασκευές και επιτυχημένες θεατρικές παραγωγές με όλους τους μεγάλους σταρ της εποχής στους κεντρικούς ρόλους δεν βρήκε ποτέ ψυχική ανακούφιση. Πέθανε σα σήμερα 25 Φεβρουαρίου του 1983 από ένα φελλό που σφηνώθηκε στο λαιμό του από ένα μπουκάλι κρασί που βιαζόταν να πιεί. Δεν μπορώ βέβαια να μην αναφερθώ στη συγκλονιστική παράσταση του έργου του Λεωφορείο ο Πόθοςτου Θεάτρου Τέχνης στην Ελλάδα από τον Κάρολο Κουν το 1948 με τη Μελίνα Μερκούρη ως Μπλανς Ντυμπουά να τραγουδάει το Χάρτινο Φεγγαράκι Του Μάνου Χατζηδάκι σε στίχους Νίκου Γκάτσου. 
Ας επιστρέψουμε όμως στο   Ξαφνικά πέρυσι το Καλοκαίρι. Στον κήπο με τα σαρκοβόρα φυτά του ζάμπλουτου ποιητή και περιηγητή Σεμπάστιαν που πέθανε κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες το προηγούμενο καλοκαίρι σε κάποιο από τα ταξίδια του, η μητέρα του ενορχηστρώνει ένα σχέδιο ηθικής και ψυχικής εξόντωσης της ανηψιάς της Κάθριν – αυτόπτη μάρτυρα του βίαιου θανάτου του γιού της – αρνούμενη να πιστέψει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες επήλθε αυτός. Ασκεί μάλιστα πιέσεις σε ψυχίατρο που χρηματοδοτεί την έρευνά του προκειμένου να της κάνει λοβοτομή. Η τελευταία κάτω από την επήρεια ενός ορού αλήθειας που της κάνει ο ψυχίατρος αποκαλύπτει τα γεγονότα γύρω από τις συνθήκες του θανάτου του ποιητή που πέφτει θύμα κανιβαλισμού από ομάδα νεαρών πεινασμένων ζητιάνων που ο ίδιος τους χρησιμοποιεί σεξουαλικά. Ο Σεμπάστιαν είναι θηρευτής αλλά και θύμα όπως και η μητέρα του που έχει επιλέξει να ζει με το ψέμα (το δικό της Ιψενικό ζωτικό ψεύδος) ενός αμόλυντου γιου. 
Σε αυτό το συγκλονιστικό στη σύλληψή του έργο όπου ο πρωταγωνιστής είναι απών, ο Ουίλιαμς περιγράφει τους φόβους και τις ενοχές του σε ένα κόσμο βίαιο και μια φύση πεινασμένη και αδηφάγα. Ο σκηνοθέτης της παράστασης Γιώργος Παπαγεωργίου αντικαθιστά τον κήπο με τα σαρκοβόρα φυτά με έναν χώρο μνήμης του Σεμπάστιαν. Άπειρα προσωπικά αντικείμενα που σχετίζονται με τα ταξίδια και την πνευματική εργασία του ποιητή είναι τακτοποιημένα με σχολαστική επιμέλεια από τη μητέρα του. Στο κέντρο αυτών τοποθετείται η ίδια με χάρη και αυταρέσκεια. Όλα φαίνονται έτοιμα για το μεγάλο φινάλε όπου η τάξη θα καταστραφεί και η αλήθεια θα αναδείξει την εντροπία. Ίσως μάλιστα αυτή η εξέλιξη να γίνεται επικίνδυνα προβλέψιμη για την παράσταση. Ο σκηνοθέτης επιλέγει να αναδείξει την αφηγηματική ένταση ως ένα παιχνίδι τους φωτός με το σκοτάδι. Ένα λαμπατέρ στα χέρια του ψυχίατρου γίνεται ανακριτικό όργανο και χειρουργικό νυστέρι μαζί. Η παράσταση είναι χτισμένη πάνω στη σταδιακή αποσύνθεση του σκηνικού τοπίου και στην απομάκρυνση από τη ρεαλιστική και βαθιά ποιητική συνθήκη ταυτόχρονα που έχει κατασκευάσει ο συγγραφέας. 
Η θέμις Μπαζάκα έπαιζε με νάρθηκα στο χέρι στην παράσταση που είδα και ήταν εμφανώς επηρεασμένη από το γεγονός αυτό. Μπόρεσε βέβαια να θέσει σε λειτουργία τις γνωστές αρετές της και να υπηρετήσει το ρόλο του θεματοφύλακα της μνήμης του Σεμπάστιαν με τη συγκρατημένη μανία που προυποθέτει ο ρόλος, δεν τα κατάφερε ωστόσο να συμπεριλάβει τον τραυματισμό της στην ερμηνεία κάτι που στα δικά μου μάτια ήταν πολύ ενοχλητικό. Η Μαίρη Μηνά στο ρόλο της Κάθριν προσπαθεί φιλότιμα αλλά δεν ξεφεύγει από τα στερεότυπα και τη σχολή που έχει επιβάλει με την κινηματογραφική της ερμηνεία η Ελίζαμπεθ Τέιλορ. Προσωπικά πιστεύω πως μια λιγότερο πειστική Κάθριν που φλερτάρει περισσότερο με την ψυχική νόσο ίσως αναδεικνύει αποτελεσματικότερα το ποιητικό στοιχείο του έργου. Ο Παναγιώτης Εξαρχέας στο ρόλο του γιατρού σίγουρα δεν είχε την λάμψη του Μοντγκόμερι Κλιφτ αλλά προσπάθησε φιλότιμα να προσεγγίσει το δύσκολο στις ισορροπίες του ρόλο βοηθούμενος κι από τις σκηνοθετικές επιλογές. 
Συνολικά ήταν μια φιλόδοξη και καινοτόμα προσπάθεια που σίγουρα αξίζει να δούμε με ένα φινάλε συγκινητικό και απρόβλεπτο τελικά που δεν θα αποκαλύψω. Μου έλειψαν ωστόσο τα σαρκοβόρα φυτά, οι κραυγές των πουλιών και όλη αυτή η απειλητική και βίαιη φύση που μας περιβάλει με την ακόρεστη όρεξή της.

Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2020

Τα Κόκκινα Τετράδια της Ελεάνας Γεωργούλη (15/02/2020)
Την Ελεάνα Γεωργούλη τη θαύμαζα και την παρακολουθούσα πολύ πριν τη γνωρίσω προσωπικά (με αυτή και μόνο την πρόταση καταλαβαίνει κανείς πως έχω αποδεχτεί το αναπόφευκτο της υποκειμενικότητας). Συγκλονιστική στους Ήρωες και ακόμη καλύτερη στο Βόυτσεκ – πάντα  κάτω από τη σκηνοθετική καθοδήγηση του Σάββα Στρούμπου – για το οποίο μάλιστα βραβεύτηκε με το βραβείο Κάρολος Κουν ως καλύτερη νέα ηθοποιός για το 2016. Η τύχη τα έφερε και ήμουν παρών στη βράβευσή της αφού συνόδευα τους φίλους μου τους Ακροποδητί για να παραλάβουν το δικό τους βραβείο για καλύτερη παράσταση χορού (όπου γάμος και μαντήλι...). Τη γνώρισα πέρυσι τέτοιες μέρες σε σεμινάριο σωματικού θεάτρου που οργάνωσα για τη δεύτερη χρονιά της παράστασης Ερωτόκριτος που σκηνοθετούσα. Η άποψη που είχα για κείνη βέβαια ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο αφού η Ελεάνα είναι ένα από τα μαγικά εκείνα πλάσματα που τα έχουν όλα (πως το κάνουν δε γνωρίζω). Εξαιρετική σκηνική παρουσία και ενέργεια, μοναδική χροιά φωνής σε μια πανέμορφη γυναίκα που χορεύει, τραγουδά, είναι καλλιεργημένη, γράφει καλά, σκηνοθετεί, κάνει σεμινάρια, είναι η ψυχή της παρέας, βρίσκει και ύπουλους τρόπους να πληρώσει το λογαριασμό ή το εισιτήριο όταν την προσκαλείς σε δική σου παράσταση.
Όλες αυτές τις αρετές η Ελεάνα τις καταθέτει γενναιόδωρα σε αυτή τη χορταστική παράσταση που περιγράφει την απίθανη ζωή της γιαγιάς της, Βάσω Στροφύλλα κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής και του εμφυλίου που ακολουθεί. Η παράσταση έχει εξαιρετικό ρυθμό που υπογραμμίζεται από την εμπνευσμένη μουσική του Γιάννη Φίλια και σε κρατάει με κομμένη την ανάσα. Όλοι οι συντελεστές δίνουν τα πάντα επί σκηνής με ιδιαίτερη ευαισθησία και ειλικρίνεια. Για την Ελεάνα έχω ήδη μιλήσει και δεν περίμενα και τίποτα λιγότερο, εντυπωσιάστηκα ωστόσο από την ερμηνεία της Νάνσυ Μπούκλη στο ρόλο της Βάσω Στροφύλλα. Προσέγγισε το ρολό με το δυναμισμό που αρμόζει σε μια γυναίκα που μπλέχτηκε στα γρανάζια της ιστορίας αλλά δε λύγισε στιγμή, κρατώντας ωστόσο ενεργοποιημένη όλη τη θηλυκότητα και τον ερωτισμό της όπως υπαγόρευε το κείμενο. Σκιαγράφησε την ηρωίδα με έναν τέτοιο τρόπο που δεν ήξερες αν έπρεπε να την προτείνεις για μετάλλιο ανδρείας ή να την ερωτευτείς παράφορα (μάλλον και τα δύο). Εξαιρετική επιλογή και επίδοση. Πολύ καλός επίσης δίπλα της ο Ανδρέας Κοντόπουλος με την υπέροχη φωνή και τη σωματική του αφοσίωση καθώς και ο Γιάννης Φίλιας που όπως είπαμε είναι υπεύθυνος και για τη μουσική.
Η παράσταση αυτή έφερε στο νου μου κι άλλα πράγματα που τα είχα ξεχάσει, που τα έχουμε όλοι ξεχάσει. Αυτή η χώρα φέρει μια βαθιά πληγή που δεν έχει κλείσει και τις συνέπειες της τις πληρώνουμε ακόμη και σήμερα. Σε όλο τον κόσμο μετά το τέλος του Β΄ παγκοσμίου πολέμου αποδόθηκε (αλλού λίγο αλλού πολύ) μια κάποια δικαιοσύνη. Η Ελλάδα ήταν η μόνη χώρα όπου όχι μόνο δεν έγινε αποδωσιλογοποίηση αλλά όλοι οι μαυραγορίτες, οι χίτες και οι προδότες έγιναν οι στυλοβάτες του συστήματος προκειμένου να αντιμετωπιστεί ο «κομμουνιστικός κίνδυνος». Αυτοί οι ίδιοι άνθρωποι και οι απόγονοί τους έφτασαν μέχρι τις μέρες μας να είναι νοικοκύρηδες, επιχειρηματίες, πολιτικοί (ακόμη και κεντροαριστερών παρατάξεων) και να συνεχίζουν τις ίδιες τακτικές άλλοτε ως νοσταλγοί της χούντας, των Ναζί, του βασιλιά, του Μουσολίνι (βάλτε όποια γραφικότητα θέλετε) κάνοντας εγκλήματα και δηλητηριάζοντας την καθημερινότητα κι άλλοτε (αυτοί ίσως να είναι και οι πιο επικίνδυνοι) να είναι ενταγμένοι πλήρως στο πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον έχοντας ενεργοποιημένο το προφίλ της πολιτικής ορθότητας. Άνθρωποι σαν τη Βάσω Στροφύλλα πέθαναν ή ξεχάστηκαν. Νέοι άνθρωποι, γεμάτοι ιδανικά, αξίες και ικανότητες θυσιάστηκαν για τις ιδέες τους και έμειναν στην ιστορία ως άλλοθι για να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες κάποιων νεότερων χωρίς αξίες, χωρίς ιδέες, χωρίς ικανότητες. Δεν λέω πως θα ήταν καλύτερα τα πράγματα αν είχε επικρατήσει στον εμφύλιο η αριστερά. Είμαι όμως σίγουρος πως θα είχαμε μια άλλη χώρα αν δεν γινόταν εμφύλιος κι αν όλοι αυτοί που πρόδωσαν τόσο βάναυσα και τόσο μοιραία τον ελληνικό λαό έβρισκαν το τέλος που τους άξιζε. Εδώ ταιριάζει και μια μαντινάδα που την αγαπώ πολύ και εκφράζει πλήρως την ιστορική πορεία της χώρας:

«Τ’ αγγειά* γενήκαν θυμιατά και τα σκατά λιβάνι
Και των ρουφιάνων τα παιδιά οι πρώτοι καπετάνιοι».
*Αγγειά είναι τα δοχεία νυκτός (κοινώς καθίκια).